ποίηση: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ποίησις]], ΝΜΑ [[ποιώ]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων<br /><b>2.</b> τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν [[Ὅμηρος]] τὴν ποίησιν πεποίηκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δημιουργία]], [[κατασκευή]] («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[δημιουργία]] του κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ [[στερέωμα]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> τα δημιουργήματα του θεού («τοῦτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἴσμεν», Τατιαν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[υιοθέτηση]] («ἀμφισβητεῑται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ [[γένος]] ἡ [[ἀγχιστεία]], παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(περιληπτ.)</b> αυτοί που έχουν υιοθετηθεί<br /><b>3.</b> [[μέθοδος]], [[διαδικασία]].
|mltxt=η / [[ποίησις]], ΝΜΑ [[ποιώ]]<br /><b>1.</b> η [[τέχνη]] της σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων<br /><b>2.</b> τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν [[Ὅμηρος]] τὴν ποίησιν πεποίηκε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δημιουργία]], [[κατασκευή]] («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[δημιουργία]] του κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ [[στερέωμα]]», ΠΔ)<br /><b>3.</b> τα δημιουργήματα του θεού («τοῦτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἴσμεν», Τατιαν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[υιοθέτηση]] («ἀμφισβητεῖται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ [[γένος]] ἡ [[ἀγχιστεία]], παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(περιληπτ.)</b> αυτοί που έχουν υιοθετηθεί<br /><b>3.</b> [[μέθοδος]], [[διαδικασία]].
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 13 October 2022

Greek Monolingual

η / ποίησις, ΝΜΑ ποιώ
1. η τέχνη της σύνθεσης έμμετρων λογοτεχνικών έργων
2. τα ποιητικά έργα, τα ποιήματα («περὶ ὦν Ὅμηρος τὴν ποίησιν πεποίηκε», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
1. δημιουργία, κατασκευή («καὶ τειχῶν οἰκοδόμησιν καὶ νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσθῆναι», Θουκ.)
2. η δημιουργία του κόσμου από τον θεό («ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα», ΠΔ)
3. τα δημιουργήματα του θεού («τοῦτον [δηλ. τὸν θεόν] διὰ τῆς ποιήσεως αὐτοῦ ἴσμεν», Τατιαν.)
αρχ.
1. η υιοθέτηση («ἀμφισβητεῖται δὲ παρὰ μὲν ἡμῶν κατὰ γένοςἀγχιστεία, παρὰ δὲ τούτων κατὰ ποίησιν», Δημοσθ.)
2. (περιληπτ.) αυτοί που έχουν υιοθετηθεί
3. μέθοδος, διαδικασία.