τυμβωρύχος: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Chinese Mandarin: 盜墓者, 盗墓者; Danish: gravrøver; Dutch: [[grafrover]]; Finnish: haudanryöstäjä; Georgian: საფლავის მძარცველი, საფლავის ქურდი; German: [[Grabräuber]], [[Grabräuberin]]; Greek: [[τυμβωρύχος]]; Hindi: क़ब्र चोर, कब्र चोर; Italian: [[tombarolo]]; Latin: [[bustirapus]]; Polish: hiena cmentarna; Swedish: gravplundrare | |trtx=Chinese Mandarin: 盜墓者, 盗墓者; Danish: gravrøver; Dutch: [[grafrover]]; Finnish: haudanryöstäjä; Georgian: საფლავის მძარცველი, საფლავის ქურდი; German: [[Grabräuber]], [[Grabräuberin]]; Greek: [[τυμβωρύχος]]; Hindi: क़ब्र चोर, कब्र चोर; Italian: [[tombarolo]]; Latin: [[bustirapus]]; Polish: hiena cmentarna; Swedish: gravplundrare | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀνοίγει τάφους γιά νά κλέψει). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[ὀρύσσω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[τύμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A graverobber, Ar.Ra.1149, Luc.JTr.52, CIG2826, al. (Aphrodisias), Charito 1.9, 3.3.
II gravedigger, S.E.M.7.45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fouille un tombeau pour voler.
Étymologie: τύμβος, ὀρύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυμβωρύχος -ον [τύμβος, ὀρύττω] grafschenner.
Russian (Dvoretsky)
τυμβωρύχος: (ῠ) ὁ раскапыватель (грабитель) могил Arph., Luc., Sext.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που ανοίγει τάφους για να τους συλήσει
νεοελλ.
μτφ. αυτός που διασύρει τη φήμη νεκρού, κυρίως για προσωπικό του όφελος
μσν.
ο υπαίτιος για την ανυποληψία τών νεκρών συγγενών του
αρχ.
αυτός που σκάβει τάφους για τον ενταφιασμό νεκρών, νεκροθάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που σκάβει τους τάφους των νεκρών με σκοπό την κλοπή, ληστής τάφων, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τυμβωρύχος: [ῠ], ὁ, ὁ ἀνασκάπτων τοὺς τάφους νεκρῶν πρὸς κλοπήν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1149, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 52, Συλλ. Ἐπιγρ. 2826, -27, -30, κἑξ. ΙΙ. ὁ ἀνοίγων τάφους πρὸς ταφὴν νεκρῶν, νεκροθάπτης, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 7. 45. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 309.
Middle Liddell
τῠμβ-ωρύχος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs up graves, a grave-robber, Ar.
English (Woodhouse)
Translations
Chinese Mandarin: 盜墓者, 盗墓者; Danish: gravrøver; Dutch: grafrover; Finnish: haudanryöstäjä; Georgian: საფლავის მძარცველი, საფლავის ქურდი; German: Grabräuber, Grabräuberin; Greek: τυμβωρύχος; Hindi: क़ब्र चोर, कब्र चोर; Italian: tombarolo; Latin: bustirapus; Polish: hiena cmentarna; Swedish: gravplundrare
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀνοίγει τάφους γιά νά κλέψει). Ἀπό τό τύμβος + ὀρύσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη τύμβος.