λεπτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (ΑΜ [[λεπτουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, [[ιδίως]] ο [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] [[ξυλουργός]] που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δημιουργός]], [[τεχνουργός]]].
|mltxt=-ό (ΑΜ [[λεπτουργός]], -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[μεγάλη]] [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, [[ιδίως]] ο [[ειδικός]] [[τεχνίτης]] [[ξυλουργός]] που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[δημιουργός]], [[τεχνουργός]]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[λεπτός]] τοῦ [[λέπω]] + [[ἔργον]] τοῦ [[ἐργάζομαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> λεπτουργῶ, [[λεπτουργία]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργός Medium diacritics: λεπτουργός Low diacritics: λεπτουργός Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: leptourgós Transliteration B: leptourgos Transliteration C: leptourgos Beta Code: leptourgo/s

English (LSJ)

όν, producing fine work, especially in wood, D.S.17.115 (as substantive), Edict.Diocl.7.3; τέκτων λ. PMasp.158.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 31] fein arbeitend, feine Arbeit machend, bes. Tischler u. Drechsler, neben ἀρχιτέκτων, D. Sic. 17, 115 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργός:отличный мастер (ἀρχιτέκτονες καὶ λεπτουργοί Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος λεπτὴν ἐργασίαν, κυρίως εἰς ξύλον, κοινῶς «λεφτουργός», Διόδ. 17. 115.

Greek Monolingual

-ό (ΑΜ λεπτουργός, -όν)
1. αυτός που επεξεργάζεται κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. ως ουσ. αυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, ιδίως ο ειδικός τεχνίτης ξυλουργός που κατασκευάζει πολυτελή έπιπλα με λεπτουργημένες γλυπτές διακοσμητικές επιφάνειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. δημιουργός, τεχνουργός].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό λεπτός τοῦ λέπω + ἔργον τοῦ ἐργάζομαι.
Παράγωγα: λεπτουργῶ, λεπτουργία.