προέλασις: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προέλᾰσις, εως,<br />a [[riding]] [[forward]], Xen. [from [[προελαύνω]] | |mdlsjtxt=προέλᾰσις, εως,<br />a [[riding]] [[forward]], Xen. [from [[προελαύνω]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[προελαύνω]] → [[πρό]] + [[ἐλαύνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 14 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, riding forward: cavalry charge, X.Eq.Mag.8.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 719] ἡ, das Vorreiten, Vorrücken, Xen. Hipparch. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller à cheval devant.
Étymologie: προελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
προέλᾰσις: εως ἡ езда вперед, воен. продвижение, наступление (προελάσεις καὶ ἀποχωρήσεις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
προέλᾰσις: ἡ, τὸ προελαύνειν, ὁρμᾶν πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 3.
Greek Monotonic
προέλᾰσις: ἡ, εξόρμηση προς τα εμπρός, επέλαση, σε Ξεν.
Middle Liddell
προέλᾰσις, εως,
a riding forward, Xen. [from προελαύνω
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προελαύνω → πρό + ἐλαύνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.