πλαταμών: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ, [[πλατύς]]<br />a [[flat]] [[stone]], Hhymn.:— in plural ledges of [[rock]], Strab.
|mdlsjtxt=πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ, [[πλατύς]]<br />a [[flat]] [[stone]], Hhymn.:— in plural ledges of [[rock]], Strab.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φαρδύς γιαλός). Ἀπό τό [[πλατύς]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[πλάτος]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰμών Medium diacritics: πλαταμών Low diacritics: πλαταμών Capitals: ΠΛΑΤΑΜΩΝ
Transliteration A: platamṓn Transliteration B: platamōn Transliteration C: platamon Beta Code: platamw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πλατύς) A any broad flat body or space, esp. flat stone, h.Merc.128, A.R.1.365; flat reef of rocks at the water's edge, Arat.993, Gal.19.131: pl., ledges of rock, Str.5.2.6, 12.2.8. 2 flat beach, in plural, AP7.404 (Zon.), v.l. in Dsc.4.73. 3 shallow reservoir, fish-pond, Arist.HA592a4, cf.AB1313. 4 flat land, liable to be overflowed, Plb.10.48.7, D.P.626. 5 pl., level sea, Opp.H.1.121, 5.650.

German (Pape)

[Seite 626] ῶνος, ὁ, jeder platte, flache, breite Körper, bes. ein breiter, platter Stein; H. h. Merc. 128; Strab. u. Sp.; vom flachen Gestade, Ap. Rh. 1, 365 (Phot. τὸ παραθαλάσσιον πλατὺ χωρίον), u. so a. sp. D.; bei Arat. 993 ein breiter, platter, aus dem Meere hervorragender Felsen; vgl. Opp. Hal. 1, 121; bei Pol. 10. 48 breite Steine od. Felsen im Bette eines Flusses; vgl, Zon. 9 (VII, 401); a. sp. D.; Opp. Hal. 5, 650 steht πλαταμῶνες θαλάσσης für »Meer«.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
surface plane, bord plat le long de la mer ; grève.
Étymologie: πλατύς.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτᾰμών: ῶνος ὁ
1) плоский камень, каменная плаха (λείῳ ἐπὶ πλαταμῶνι HH);
2) отлогий морской берег, взморье (ἐρημαῖοι πλαταμῶνες Anth.);
3) заливаемое во время наводнения место, пойма Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτᾰμών: -ῶνος, ὁ, (πλατὺς) πλατὺ σῶμαχῶρος, μάλιστα πλατὺς λίθος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 365. ― τὸ πλατὺ ὕφαλον μέρος πέτρας, Ἄρατ. 993· «πλαταμών· ἔφαλος (διάφ. γρ. ὕφαλος) πέτρα λεία, ταπεινή, περὶ ἣν πλατύνεται τὰ κύματα» Γαληνοῦ Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγησις· ― ἐν τῷ πληθ. πλατέα στρώματα βράχου, Στράβ. 224, 538. 2) πλατὺς αἰγιαλός, Ἀνθ. Π. 7, 404, Διοσκ. 4. 74. 3) ἀβαθὲς μέρος πλησίον ποταμοῦ ἔνθα εἰσρέει ὕδωρ ἐξ αὐτοῦ, καὶ οὕτω σχηματίζεται ἐγχελεών, Ἀριστ. π. τὰ Ἱστ. 8. 2, 34· «ὅπερ δὲ ἐπὶ θαλάσσης αἰγιαλός, ὁ ἐπίπεδος δηλαδὴ καὶ ὁμαλός, τοῦτο ἐπὶ τῶν ποταμῶν πλαταμών» Α. Β. 1313. 4) ἐπίπεδος χώρα ὑποκειμένη εἰς πλημμύρας, Πολύβ. 10. 48, 7, Διονύσ. Π. 626. 5) ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. aequora, ἡ γαληνὴ ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης, Ὀππ. Ἁλ. 1. 121., 5. 650.

Greek Monotonic

πλᾰτᾰμών: -ῶνος, ὁ (πλατύς), πλατύς λίθος, σε Ομηρ. Ύμν.· στον πληθ., πλατιές ξέρες, ύφαλοι, πλατιά στρώματα βράχω, σε Στράβ.

Middle Liddell

πλᾰτᾰμών, ῶνος, ὁ, πλατύς
a flat stone, Hhymn.:— in plural ledges of rock, Strab.

Mantoulidis Etymological

(=φαρδύς γιαλός). Ἀπό τό πλατύς. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη πλάτος.