εὔπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyplektos
|Transliteration C=eyplektos
|Beta Code=eu)/plektos
|Beta Code=eu)/plektos
|Definition=Ep. [[ἐΰπλ]]-, ον, also η, ον <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>13.200</span> (cj. for <b class="b3">ἀπλ-</b>): (πλέκω):—[[well-plaited]], [[well-twisted]], σειράς τ' εὐπλέκτους <span class="bibl">Il.23.115</span>; <b class="b3">ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ</b> a chariot [[with sides of wicker]] or [[basket-work]], ib. <span class="bibl">335</span>; of nets, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>870</span> (lyr.); of hair, <span class="title">AP</span>5.286.6 (Agath.).
|Definition=Ep. [[ἐΰπλεκτος]], εὔπλεκτον, also εὔπλεκτη, εὔπλεκτον ''Nonn.D.''13.200 (cj. for [[ἀπλεκτος]]): ([[πλέκω]]):—[[well-plaited]], [[well-twisted]], σειράς τ' εὐπλέκτους ''Il.23.115''; [[ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ]] a [[chariot]] [[with sides of wicker]] or [[with sides of basket-work]], ib. ''335''; of nets, ''E.Ba.''870 (lyr.); of hair, AP5.286.6 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] ep. ἐΰπλεκτος, dasselbe, σειραί, gut gedrehte Stricke, Il. 23, 115; [[δίφρος]] (denn die Seitenwände des Wagenstuhls bestanden aus Flechtwerk), Il. 23, 335; ἄρκυες Eur. Bacch. 870; sp. D., [[κόμη]] Agath. 21 (V, 287); ἐϋπλέκτῃσι κόμαις Nonn. D. 13, 200.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] ep. ἐΰπλεκτος, dasselbe, σειραί, gut gedrehte Stricke, Il. 23, 115; [[δίφρος]] (denn die Seitenwände des Wagenstuhls bestanden aus Flechtwerk), Il. 23, 335; ἄρκυες Eur. Bacch. 870; sp. D., [[κόμη]] Agath. 21 (V, 287); ἐϋπλέκτῃσι κόμαις Nonn. D. 13, 200.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλέκω]]<br />well-[[plaited]], well-[[twisted]], of [[wicker]]-[[work]] and ropes, Il.; of nets, Eur.
|mdlsjtxt=[[πλέκω]]<br />well-[[plaited]], well-[[twisted]], of [[wicker]]-[[work]] and ropes, Il.; of nets, Eur.
}}
}}

Revision as of 16:23, 17 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλεκτος Medium diacritics: εὔπλεκτος Low diacritics: εύπλεκτος Capitals: ΕΥΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eúplektos Transliteration B: euplektos Transliteration C: eyplektos Beta Code: eu)/plektos

English (LSJ)

Ep. ἐΰπλεκτος, εὔπλεκτον, also εὔπλεκτη, εὔπλεκτον Nonn.D.13.200 (cj. for ἀπλεκτος): (πλέκω):—well-plaited, well-twisted, σειράς τ' εὐπλέκτους Il.23.115; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ a chariot with sides of wicker or with sides of basket-work, ib. 335; of nets, E.Ba.870 (lyr.); of hair, AP5.286.6 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1089] ep. ἐΰπλεκτος, dasselbe, σειραί, gut gedrehte Stricke, Il. 23, 115; δίφρος (denn die Seitenwände des Wagenstuhls bestanden aus Flechtwerk), Il. 23, 335; ἄρκυες Eur. Bacch. 870; sp. D., κόμη Agath. 21 (V, 287); ἐϋπλέκτῃσι κόμαις Nonn. D. 13, 200.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien tressé ; εὔπλεκτος δίφρος IL char dont les côtés sont en osier bien tressé.
Étymologie: εὖ, πλέκω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλεκτος: эп. ἐΰπλεκτος 2 хорошо сплетенный, красиво свитый (σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλεκτος: Ἐπικ. ἐΰπλεκτος, ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Νόνν. Δ. 13. 200· (πλέκω): ― καλῶς πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ, ἐντὸς ἅρματος ἔχοντος τὰς πλευρὰς πλεκτὰς ὡς τὰ καλάθια, αὐτόθι 335· οὕτω, δίφροι ἐϋπλεκέες αὐτόθι 436, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306, 370· ἀκολούθως ἐπὶ δικτύων, Εὐρ. Βάκχ. 870· ἐπὶ κόμης, Ἀνθ. Π. 5. 287.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλεκτος, -ον και ιων. και επικ. τ. ἐΰπλεκτος, -ον)
1. καλοπλεγμένος, καλόπλεχτος
2. (για άρμα) αυτό που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες («ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκτός.

Greek Monotonic

εὔπλεκτος: Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον (πλέκω), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την καλαθοπλεκτική τέχνη και για τα σχοινιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.

Middle Liddell

πλέκω
well-plaited, well-twisted, of wicker-work and ropes, Il.; of nets, Eur.