Ναϊάς: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. Νηΐς, <i>-ΐδος</i>, <i>ἡ</i>, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''Νᾱϊάς:''' ἡ ([[νάω]]), Ιων. [[Νηϊάς]], -[[άδος]], η [[Ναϊάδα]], [[νύμφη]] των ποταμών ή των πηγών (όπως η <i>[[Νηρηίς]]</i> είναι [[νύμφη]] των θαλασσών), [[κυρίως]] στον πληθ.· <i>Ναϊάδες</i>, Ιων. <i>Νηϊάδες</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], επίσης, Ιων. Νηΐς, <i>-ΐδος</i>, <i>ἡ</i>, στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-άδος καί ἰων. [[Νηιάς]] -άδος (=[[νύμφη]] ποταμοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπό τό [[νάω]] (=[[ρέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=-άδος καί ἰων. [[Νηιάς]] -άδος (=[[νύμφη]] ποταμοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπό τό [[νάω]] (=[[ρέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=[νᾱ], άδος, ἡ, <i>die [[Najade]], Fluß- od. [[Wassernymphe]]</i>, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. und folgde [[Dichter]]; auch in [[späterer]] [[Prosa]]. – Auch [[ναΐς]], ναΐδος, Anyte, 10 (IX.745), Alciphr. 3.11.
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ναϊάς Medium diacritics: Ναϊάς Low diacritics: Ναϊάς Capitals: ΝΑΪΑΣ
Transliteration A: Naïás Transliteration B: Naias Transliteration C: Naias Beta Code: *nai+a/s

English (LSJ)

Ion. Νηϊάς, άδος, ἡ, (νάω) Naiad, river-nymph, spring-nymph, Od.13.104,356 (pl.): in sg., A.R. 1.626:—also Ναΐς, Ion. Νηΐς, ΐδος, ἡ, in sg., νηΐς Ἀβαρβαρέη Il.6.22; νύμφη τέκε νηΐς 14.444, cf. Pi.P.9.16, E.Hel.187 (lyr.): pl. Ναΐδες, Str.10.3.10, Paus.8.4.2, etc.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
Naïade, divinité des cours d'eau.
Étymologie: DELG νάω.

Russian (Dvoretsky)

Νᾱϊάς: ион. Νηϊάς, άδος, тж. Ναΐς и Νηΐς, ΐδος ἡ наяда (водяная нимфа) Pind., Eur. etc.

Greek (Liddell-Scott)

Νᾱϊάς: Ἰων. Νηιάς, -άδος, ἡ· (νάω)· - νύμφη ποταμοῦ ἢ πηγῆς (ὡς ἡ Νηρηῒς εἶναι νύμφη τῆς θαλάσσης), τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Ναϊάδες, Ἰων. Νηϊάδες, Ὀδ. Ν. 104, 348, 356, Εὐρ. κλ.· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 626· - οὕτω καὶ Ναΐς, Ἰων. Νηίς, -ίδος, ἡ, ἐν τῷ ἑνικῷ, Νηὶς Ἀβαρβαρέη Ἰλ. Ζ. 22· Νύμφη τέκε Νηὶς Ξ. 444, πρβλ. Πινδ. Π. 9. 29, Εὐρ. Ἑλ. 187: πληθ. Ναΐδες, Στράβ. 468, Παυσ., κλ.

Greek Monolingual

(II)
Ναϊάς, ἡ (Α)
βλ. Ναϊάδα.

Greek Monotonic

Νᾱϊάς: ἡ (νάω), Ιων. Νηϊάς, -άδος, η Ναϊάδα, νύμφη των ποταμών ή των πηγών (όπως η Νηρηίς είναι νύμφη των θαλασσών), κυρίως στον πληθ.· Ναϊάδες, Ιων. Νηϊάδες, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· με την ίδια σημασία, επίσης, Ιων. Νηΐς, -ΐδος, , στον ενικ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Mantoulidis Etymological

-άδος καί ἰων. Νηιάς -άδος (=νύμφη ποταμοῦ ἤ πηγῆς). Ἀπό τό νάω (=ρέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

German (Pape)

[νᾱ], άδος, ἡ, die Najade, Fluß- od. Wassernymphe, gew. im plur. αἱ Ναϊάδες, Eur. und folgde Dichter; auch in späterer Prosa. – Auch ναΐς, ναΐδος, Anyte, 10 (IX.745), Alciphr. 3.11.