αὐονή: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὖος]]<br />[[dryness]], [[withering]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[αὖος]]<br />[[dryness]], [[withering]], Aesch.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ἡ, att. αὑονή, ([[αὖος]]) <i>[[Trockenheit]]</i>, Aesch. <i>Eum</i>. 319, 328.<br /><b class="num">2</b> ἡ, ([[αὔω]]) <i>[[Geschrei]]</i>, ἄπρηκτον αὐονὴν [[ἔχει]] Simonid. frg. 17.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐονή Medium diacritics: αὐονή Low diacritics: αυονή Capitals: ΑΥΟΝΗ
Transliteration A: auonḗ Transliteration B: auonē Transliteration C: avoni Beta Code: au)onh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (αὖος) A dryness, withering, drought, Archil.125, A.Eu. 333 (lyr.), Herod.8.2.
αὐονή (B), ἡ, (αὔω B) A cry, Semon.7.20.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Alolema(s): αὐονά A.Eu.333, 346
sequía κακήν σφιν Ζεὺς ἔδωκεν αὐονήν Archil.228, ὕμνος ἐξ Ἐρινύων ... αὐονὰ βροτοῖς A.ll.cc.
sed τὴν δὲ χοῖρον αὐ. δρύπτει Herod.8.2.
-ῆς, ἡ
vocerío, griterío ἀλλ' ἐμπέδως ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει sino que prosigue sin cesar su inútil vocerío Semon.8.20.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
dor. αὐονά;
sécheresse.
Étymologie: αὖος.

Russian (Dvoretsky)

αὐονή: дор. αὐονά ἡ сухость, засуха Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐονή: ἡ, (αὖος) ξηρότης, ξηρασία, στέγνη, Αἰσχύλ. Εὐμ. 333, ἔνθα ἴδ. Ἕρμαννον.

Greek Monolingual

(I)
αὐονή, η (Α)
ξηρασία, στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύος + -ονή, επίθημα με το οποίο σχηματίστηκαν αρκετά αφηρημένα ουσιαστικά (πρβλ. ηδονή, καλλονή.
(II)
ἀυονή, η (Α)
κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του Σιμωνίδη, που είτε αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο του αύω (II), είτε, κατ' άλλους, συνδέεται λόγω της μορφής με τα αύος, αυαίνω].

Greek Monotonic

αὐονή: ἡ (αὖος), ξηρότητα, ξηρασία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

αὖος
dryness, withering, Aesch.

German (Pape)

1 ἡ, att. αὑονή, (αὖος) Trockenheit, Aesch. Eum. 319, 328.
2 ἡ, (αὔω) Geschrei, ἄπρηκτον αὐονὴν ἔχει Simonid. frg. 17.