κορός: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορός]] και [[κόρος]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κορός]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το [[κόραξ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κορός]] και [[κόρος]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[καθαρός]], [[αγνός]].<br /><b>(II)</b><br />[[κορός]] (Α)<br /><b>επίθ.</b> [[μαύρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το [[κόραξ]].
}}
{{pape
|ptext== [[μέλας]], Hesych.
}}
}}

Revision as of 16:33, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορός Medium diacritics: κορός Low diacritics: κορός Capitals: ΚΟΡΟΣ
Transliteration A: korós Transliteration B: koros Transliteration C: koros Beta Code: koro/s

English (LSJ)

(A), Adj. A dark, black, Sch.D Il.1.170: etym. of κόραξ, EM 529.30.
κορός (B), Adj. pure, Procl.Theol.Plat.5.3 (where θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος), Id.ad Hes.Op.111, EM540.5, cf. Pl.Cra.396b (Κρόνος = κορὸς νοῦς).

Greek Monolingual

(I)
κορός και κόρος (Α)
επίθ. καθαρός, αγνός.
(II)
κορός (Α)
επίθ. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το κόραξ.

German (Pape)

μέλας, Hesych.