τριτεύω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τριτεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[τρίτος]] [[κατά]] [[σειρά]], [[καταλαμβάνω]] την [[τρίτη]] [[θέση]] («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριτεύον [[ζήτημα]]» — [[θέμα]] μικρής σημασίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] για [[τρίτη]] [[φορά]].
|mltxt=ΝΑ [[τριτεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[τρίτος]] [[κατά]] [[σειρά]], [[καταλαμβάνω]] την [[τρίτη]] [[θέση]] («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριτεύον [[ζήτημα]]» — [[θέμα]] μικρής σημασίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] ένα [[αξίωμα]] για [[τρίτη]] [[φορά]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>der [[dritte]] sein</i>.<br><b class="num">2</b> <i>[[Etwas]] zum dritten Male sein</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:36, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτεύω Medium diacritics: τριτεύω Low diacritics: τριτεύω Capitals: ΤΡΙΤΕΥΩ
Transliteration A: triteúō Transliteration B: triteuō Transliteration C: triteyo Beta Code: triteu/w

English (LSJ)

hold the office of τριτευτής, CIG3491, IGRom.4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in PStrassb. 114.6 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτεύω: λαμβάνω ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495.

Greek Monolingual

ΝΑ τριτεύς
νεοελλ.
1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)
2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» — θέμα μικρής σημασίας
αρχ.
αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά.

German (Pape)

1 der dritte sein.
2 Etwas zum dritten Male sein, Sp.