νιφόεις: Difference between revisions
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[snow-covered]] | |woodrun=[[snow-covered]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>[[schneeig]], voll [[Schnee]]</i>; [[ὄρος]], <i>Il</i>. 13.754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14.227; [[Οὔλυμπος]], 18.616, und [[sonst]] von hohen [[Bergen]]; Αἴτνα, Pind. <i>I</i>. 6.5; [[Παρνασσός]], Soph. <i>O.R</i>. 473; [[σκόπελος]], Ar. <i>Nub</i>. 274; [[κρυμός]], Antiphil. 8 (VI.252). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273. II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.
Russian (Dvoretsky)
νῐφόεις: όεσσα, όεν покрытый снегом, весь в снегу (Οὔλυμπος Hom.; Παρνασός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.
English (Autenrieth)
εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epithet of mountains.
English (Slater)
νῐφόεις snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.
Greek Monolingual
νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφ-όεις)].
Greek Monotonic
νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
νῐφόεις, εσσα, εν νίφα
snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.
English (Woodhouse)
German (Pape)
εσσα, εν, schneeig, voll Schnee; ὄρος, Il. 13.754; Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα, 14.227; Οὔλυμπος, 18.616, und sonst von hohen Bergen; Αἴτνα, Pind. I. 6.5; Παρνασσός, Soph. O.R. 473; σκόπελος, Ar. Nub. 274; κρυμός, Antiphil. 8 (VI.252).