γλοιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[γλοιώδης]], -ες) [[γλοιός]]<br />[[κολλώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναξιοπρεπής]], [[κόλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[νερό]]) [[γεμάτος]] με ελαιώδες [[κατακάθι]].
|mltxt=-ες (AM [[γλοιώδης]], -ες) [[γλοιός]]<br />[[κολλώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναξιοπρεπής]], [[κόλακας]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[νερό]]) [[γεμάτος]] με ελαιώδες [[κατακάθι]].
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[klebrig]], zäh</i>, Hippocr., Theophr.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλοιώδης Medium diacritics: γλοιώδης Low diacritics: γλοιώδης Capitals: ΓΛΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: gloiṓdēs Transliteration B: gloiōdēs Transliteration C: gloiodis Beta Code: gloiw/dhs

English (LSJ)

ες, A glutinous, Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311 (γλιν- codd. Ath.); τὸ γ. Thphr.HP5.4.1. Adv. γλοιο-δῶς Sor.2.13, Gal.19.91. 2 full of oily sediment, ὕδωρ M.Ant.8.24.

Spanish (DGE)

-ες
I 1viscoso ὑποχωρήσιες Hp.Epid.7.2
en usos pred. ref. a líquidos y mezclas, Gal.12.676, 585, 588
lleno de residuos aceitosos ὕδωρ M.Ant.8.24.
2 subst. τὸ γ. humor viscoso Pl.Cra.427b, Arist.Fr.311, Thphr.HP 5.4.1.
II adv. -ῶς
1 viscosamente μετὰ τοῦ ἐλαίου γ. ἀνακοπέντος Sor.102.15.
2 sinón. de νυστακτικῶς con soñolencia Gal.19.91, Hsch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλοιώδης -ες γλοιός kleverig, plakkerig.

Russian (Dvoretsky)

γλοιώδης: клейкий, вязкий, липкий Plat.

Greek (Liddell-Scott)

γλοιώδης: -ες, (εἶδος) κολλώδης, ἰξώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 294.

Greek Monolingual

-ες (AM γλοιώδης, -ες) γλοιός
κολλώδης
νεοελλ.
αναξιοπρεπής, κόλακας
αρχ.
(για νερό) γεμάτος με ελαιώδες κατακάθι.

German (Pape)

ες, klebrig, zäh, Hippocr., Theophr.