λυσιτελής: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[profitable]] | |woodrun=[[profitable]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ές, eigtl. <i>die aufgewandten [[Kosten]] [[bezahlend]], [[ersetzend]]</i>, vgl. λύειν τέλη; dah. <i>[[nützlich]], [[vorteilhaft]]</i>, λυσιτελέστερον [[ἀδικία]] δικαιοσύνης, Plat. <i>Rep</i>. I.354a, [[öfter]]; λυσιτελεστάτην ζωὴν [[ζῆν]] 344e; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Xen. <i>Hier</i>. 9.11; vgl. τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον [[πρίασθαι]], Ael. <i>H.A</i>. 10.50 und A., von wohlfeilem [[Preise]], vorteilhaftem Einkaufe; – τὸ λυσιτελές, <i>der [[Nutzen]]</i>, im plur., Pol. 4.38.8, 13.8.2.<br><span class="ggns">• Adv.</span>, DS. 14.102. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, (λύω v. 2, τέλος) prop. A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8; οὐδέποτ'… -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R.354a, cf. 364a; ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R.344e; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13; τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93 K.; κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68 J. 2 cheap, X.Vect.4.30, D.H.7.37. II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr.239c. III Adv. -λῶς D.S.14.102: Sup. -έστατα Hdn.3.5.1. 2 cheaply, τοῦ δέοντος πρίασθαι -έστερον Ael.NA10.50.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
avantageux, utile ; τὸ λυσιτελές ce qui est avantageux;
Cp. λυσιτελέστερος, Sp. λυσιτελέστατος.
Étymologie: λύω, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
λῡσῐτελής: полезный, выгодный (ἐμπορεύματα Xen.): λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Plat. прожить (свою) жизнь наиболее целесообразно; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον Dem. то, что наиболее выгодно с денежной точки зрения.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελής: -ές, (λύω V, τέλος) κυρίως, ὁ πληρώνων τὰ γινόμενα ἔξοδα, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Πλάτ. Κρατ. 417C· ἐντεῦθεν, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἐπωφελής, ἐπικερδής, τὸ πρᾶγμά μοι λ. Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 8· οὐδέποτ’... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης Πλάτ. Πολ. 354A, πρβλ. 364A· ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Ξεν. Ἱέρ. 9, 11· λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν Πλάτ. Πολ. 344E· λυσιτελῆ, πλεονεκτήματα, Πολύβ. 4. 38, 8· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, ὅ,τι ἦτο ὠφελιμώτατον ὡς πρὸς τὰ χρήματα, Δημ. 461. 2. 2) εὐθηνός, Ξεν. Πόροι 4, 30, Διον. Ἁλ. 7. 37. ΙΙ. σπανίως ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Διόδ. 14. 102· Ὑπερθ. -έστατα, Ἡρῳδιαν. 3. 5. 2) εὐθηνά, τοῦ δέοντος πρίασθαι λυσιτελέστερον Αἰλ. π. Ζ. 10. 50.
Greek Monolingual
-ες (Α λυσιτελής, -ές)
ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ' ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες
2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός
3. φθηνός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λυσιτελῆ
τα πλεονεκτήματα.
επίρρ...
λυσιτελώς (Α λυσιτελῶς)
κατά συμφέροντα τρόπο
αρχ.
φθηνότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τελής (< τέλος), πρβλ. αρτι-τελής, δημο-τελής].
Greek Monotonic
λῡσιτελής: -ές (λύω V, τέλος)·
1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα, τα ἔξοδα· απ' όπου, χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος, επικερδής, σε Πλάτ.· τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον, οτιδήποτε ήταν ωφελιμώτατο ως προς τα χρήματα, σε Δημ.
2. φθηνός, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: useful, profitable, advantageous
Derivatives: λυσιτελέω be profitable, useful (IA.), -τέλεια profit, advantage.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "paying the costs", governing comp. of λύειν and τὰ τέλη. Cf. v. Straub Philol. 70, 157ff.
Middle Liddell
λῡσι-τελής, ές [λύω V, τέλος
1. paying what is due: hence, useful, profitable, advantageous, Plat.; τὸ λυσιτελέστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, Dem.
2. cheap, Xen.
Frisk Etymology German
λυσιτελής: {lusitelḗs}
Meaning: vorteilhaft, nützlich, preiswert
Derivative: mit λυσιτελέω vorteilhaft sein, nützen (ion. att.), -τέλεια Vorteil, Nutzen, Ertrag.
Etymology: Eig. "die Kosten einlösend, einbringend, tilgend", verbales Rektionskomp. von λύειν τὰ τέλη. Vgl. v. Straub Philol. 70, 157ff.
Page 2,146-147
English (Woodhouse)
German (Pape)
[ῡ], ές, eigtl. die aufgewandten Kosten bezahlend, ersetzend, vgl. λύειν τέλη; dah. nützlich, vorteilhaft, λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης, Plat. Rep. I.354a, öfter; λυσιτελεστάτην ζωὴν ζῆν 344e; ἐμπορεύματα λυσιτελέστερα Xen. Hier. 9.11; vgl. τοῦ δέοντος λυσιτελέστερον πρίασθαι, Ael. H.A. 10.50 und A., von wohlfeilem Preise, vorteilhaftem Einkaufe; – τὸ λυσιτελές, der Nutzen, im plur., Pol. 4.38.8, 13.8.2.
• Adv., DS. 14.102.