τριχόβρως: Difference between revisions
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ") |
m (pape replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | |mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ωτος, od. [[richtiger]] τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, <i>[[Haare]] [[fressend]], [[Motten]]</i>, Ar. <i>Ach</i>. 1076; vgl. Poll. 2.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
Russian (Dvoretsky)
τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.
Greek Monolingual
-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].
Greek Monotonic
τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
Middle Liddell
τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.
German (Pape)
ωτος, od. richtiger τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, Haare fressend, Motten, Ar. Ach. 1076; vgl. Poll. 2.24.