εὐσήμαντος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (pape replacement) |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ασήμαντος]], [[μονοσήμαντος]]]. | |mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ασήμαντος]], [[μονοσήμαντος]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[leicht]] zu [[bezeichnen]], zu [[bemerken]]</i>, Ptolem. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.). II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. ασήμαντος, μονοσήμαντος].
German (Pape)
leicht zu bezeichnen, zu bemerken, Ptolem.