εὐσήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ασήμαντος]], [[μονοσήμαντος]]].
|mltxt=[[εὐσήμαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σημαντός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ασήμαντος]], [[μονοσήμαντος]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[leicht]] zu [[bezeichnen]], zu [[bemerken]]</i>, Ptolem.
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσήμαντος Medium diacritics: εὐσήμαντος Low diacritics: ευσήμαντος Capitals: ΕΥΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: eusḗmantos Transliteration B: eusēmantos Transliteration C: efsimantos Beta Code: eu)sh/mantos

English (LSJ)

ον, A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.). II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. ασήμαντος, μονοσήμαντος].

German (Pape)

leicht zu bezeichnen, zu bemerken, Ptolem.