εὐτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''εὐτρόχαλος''': {eutrókhalos}<br />'''See also''': s. [[τρέχω]].<br />'''Page''' 1,595
|ftr='''εὐτρόχαλος''': {eutrókhalos}<br />'''See also''': s. [[τρέχω]].<br />'''Page''' 1,595
}}
{{pape
|ptext=<i>gut-, [[schnelllaufend]]</i>, [[ποταμός]] Opp. <i>Cyn</i>. 2.131; μελίσση Agath. 43 (VI.36); [[φωνή]] Christod. <i>ecphr</i>. 20, wie [[ἀοιδή]] Ap.Rh. 4.907; [[ἅμαξα]] 1.845, wie [[ἀπήνη]] Nonn. <i>D</i>. 14.252. – Bei Hes. <i>O</i>. 597, 804 wird ἐϋτρόχαλος [[ἀλωή]] (auch [[varia lectio|v.l.]] in <i>Il</i>. 20.496) [[entweder]] die ebene [[Tenne]], über die man [[leicht]] hinläuft, oder [[besser]] die wohlgerundete [[erklärt]], wie [[σφαῖρα]] Ap.Rh. 3.135, κύκλοι Man. 2.130.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρόχᾰλος Medium diacritics: εὐτρόχαλος Low diacritics: ευτρόχαλος Capitals: ΕΥΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: eutróchalos Transliteration B: eutrochalos Transliteration C: eftrochalos Beta Code: eu)tro/xalos

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) A running well, quick-moving, ποταμός Opp.C.2.131; μέλισσα APl.4.36 (Agath.); ἀοιδή A.R.4.907; γλῶσσα IG5(1).264 (Sparta, Aug.). II well-rounded, σφαῖρα, κύκλος, A.R.3.135, Man.2.130; λίνον Nic.Al.134; ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ on the rounded threshing-floor, Hes.Op.599,806.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui court rapidement, rapide, léger en parl. d'un char, d'une abeille, d'un chant;
2 où l'on court bien, plan, uni ; selon d'autres bien arrondi.
Étymologie: εὖ, τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρόχᾰλος: эп. ἐϋτρόχαλος 2
1) хорошо закругленный (ἀλωή Hes.);
2) легкий, подвижный (μέλισσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρόχᾰλος: Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) καλῶς ῥέων, ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131· μέλισσα Ἀνθ. Πλαν. 36· ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. ὁλοστρόγγυλος, σφαῖρα, κύκλος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130· ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον· εὔκυκλον. ταχινόν».

Greek Monolingual

εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά
2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος
3. κυκλοτερής, στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].

Greek Monotonic

εὐτρόχᾰλος: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον (τρέχω),·
I. αυτός που τρέχει καλά, αυτός που κινείται γρήγορα, σε Ανθ.
II. ολοστρόγγυλος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τρέχω
I. running well, quick-moving, Anth.
II. well-rounded, Hes.

Frisk Etymology German

εὐτρόχαλος: {eutrókhalos}
See also: s. τρέχω.
Page 1,595

German (Pape)

gut-, schnelllaufend, ποταμός Opp. Cyn. 2.131; μελίσση Agath. 43 (VI.36); φωνή Christod. ecphr. 20, wie ἀοιδή Ap.Rh. 4.907; ἅμαξα 1.845, wie ἀπήνη Nonn. D. 14.252. – Bei Hes. O. 597, 804 wird ἐϋτρόχαλος ἀλωή (auch v.l. in Il. 20.496) entweder die ebene Tenne, über die man leicht hinläuft, oder besser die wohlgerundete erklärt, wie σφαῖρα Ap.Rh. 3.135, κύκλοι Man. 2.130.