λυγοπλόκος: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυγοπλόκος]], -ον (Α)<br />[[λυγιστής]], [[κατασκευαστής]] καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[λογοπλόκος]], [[μυθοπλόκος]].
|mltxt=[[λυγοπλόκος]], -ον (Α)<br />[[λυγιστής]], [[κατασκευαστής]] καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύγος]] «[[λυγαριά]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[λογοπλόκος]], [[μυθοπλόκος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>Weidenzweige [[flechtend]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:01, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγοπλόκος Medium diacritics: λυγοπλόκος Low diacritics: λυγοπλόκος Capitals: ΛΥΓΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: lygoplókos Transliteration B: lygoplokos Transliteration C: lygoplokos Beta Code: lugoplo/kos

English (LSJ)

ον, viminarius, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λυγοπλόκος, -ον (Α)
λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογοπλόκος, μυθοπλόκος.

German (Pape)

Weidenzweige flechtend.