ὑψιγέννητος: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὑψῐ-γέννητος, ον,<br />[[born]] on [[high]], ἐλαίας [[ὑψιγέννητος]] [[κλάδος]] its [[topmost]] [[shoot]], Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[hochgeboren]], [[hochgewachsen]]</i>, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. <i>Eum</i>. 43. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, A.Eu.43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui croît en hauteur, qui pousse haut.
Étymologie: ὕψι, γεννάω.
Russian (Dvoretsky)
ὑψιγέννητος: растущий ввысь, длинный (ἐλάας κλάδος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐγέννητος: -ον, ὁ ἐν ὕψει γεννηθείς, φυείς, ἔχοντ’ ἐλαίας θ’ ὑψιγέννητον κλάδον Αἰσχύλ. Εὐμ. 43.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι-γέννητος].
Greek Monotonic
ὑψῐγέννητος: -ον, αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος, το κορυφαίο της βλαστάρι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψῐ-γέννητος, ον,
born on high, ἐλαίας ὑψιγέννητος κλάδος its topmost shoot, Aesch.
German (Pape)
hochgeboren, hochgewachsen, ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον Aesch. Eum. 43.