τρισαλιτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[τρεις]] φορές [[αλιτήριος]], κακοηθέστατος, ανοσιότατος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τρισαλιτήριος]]<br />[[ἁμαρτωλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλιτήριος]] «[[δόλιος]], [[κακοήθης]]»].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[τρεις]] φορές [[αλιτήριος]], κακοηθέστατος, ανοσιότατος<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τρισαλιτήριος]]<br />[[ἁμαρτωλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλιτήριος]] «[[δόλιος]], [[κακοήθης]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]], sehr [[frevelhaft]], [[LXX]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσᾰλῐτήριος Medium diacritics: τρισαλιτήριος Low diacritics: τρισαλιτήριος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΙΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: trisalitḗrios Transliteration B: trisalitērios Transliteration C: trisalitirios Beta Code: trisalith/rios

English (LSJ)

ον, thrice-sinful, LXX 2 Ma.8.34, Es.8.13:—also τρῐσ-άλιτρος [ᾰ], ον, Tz.H.13 No. 479 tit.

Greek (Liddell-Scott)

τρισᾰλῐτήριος: -ον, τρὶς ἀλιτήριος, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 34, κ. ἀλλ.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρισαλιτήριος· ἁμαρτωλὸς»· - ὡσαύτως τρισάλιτρος, ον, Τζέτζ. Ἱστ. 13, τίτ. 479.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρεις φορές αλιτήριος, κακοηθέστατος, ανοσιότατος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τρισαλιτήριος
ἁμαρτωλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἀλιτήριος «δόλιος, κακοήθης»].

German (Pape)

dreimal, sehr frevelhaft, LXX.