διάσπασις: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάσπᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[разрежение]], [[рассеяние]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[разрыв]], [[пробел]], [[промежуток]], Plut.
|elrutext='''διάσπᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[разрежение]], [[рассеяние]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[разрыв]], [[пробел]], [[промежуток]], Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάσπᾰσις Medium diacritics: διάσπασις Low diacritics: διάσπασις Capitals: ΔΙΑΣΠΑΣΙΣ
Transliteration A: diáspasis Transliteration B: diaspasis Transliteration C: diaspasis Beta Code: dia/spasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A tearing asunder, forcible separation, Arist.Cael. 313b20, Mete.372b19, Thphr.Lass.18, cj.in Epicur.Ep.2p.44U. II gap, Plu.2.721a.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
separación, escisión de los cuerpos materiales ἐὰν ... ὑπερβάλλῃ ἡ ἰσχὺς ... ἐν τῷ συνεχεῖ πρὸς τὴν διάσπασιν καὶ διαίρεσιν si la fuerza que en un continuo se opone a la separación y a la división Arist.Cael.313b20, ἡ τομὴ καὶ ἡ δ. ὕλης ἐστι πάθος el corte y la separación afectan a la materia Plot.2.4.4, cf. Thphr.Lass.18
separación, disipación de las nubes, op. σύστασιςcondensación’, Arist.Mete.372b19, cf. Alex.Aphr.in Mete.143.28, Olymp.in Mete.231.10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
déchirure ; lacune, intervalle.
Étymologie: διασπάω.

Greek (Liddell-Scott)

διάσπᾰσις: -εως, ἡ, βίαιος διαχωρισμός, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 5, Μετεωρ. 3. 3, 5· ἀντίθ. κάταξις καὶ θλάσις. ΙΙ. χάσμα, Πλούτ. 2. 721Α·‒ οὕτω διάσπασμα, τό, ὁ αὐτ. Αἰμιλ. 20, κτλ.· καὶ διασπασμός, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 129Β, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

διάσπᾰσις: εως ἡ
1 разрежение, рассеяние Arst.;
2 разрыв, пробел, промежуток, Plut.

Greek Monolingual

η (AM διάσπασις)
βίαιος διαχωρισμός
νεοελλ.
1. διχασμός λόγω διχόνοιας, διαφοράς αντιλήψεων ή συμφερόντων
2. πρόκληση ρήγματος («η διάσπαση του μετώπου, του κόμματος, της παράταξης κ.λπ.»)
3. λύση της συνοχής
4. φυσ. μετασχηματισμός κατά τον οποίο, πυρήνες ενός στοιχείου μετατρέπονται σε πυρήνες απλούστερων στοιχείων με ταυτόχρονη εκπομπή ακτινοβολίας
5. χημ. η αποσύνθεση, ο χωρισμός τών στοιχείων μιας χημικής ένωσης
6. «ψυχολογική διάσπαση» — απώλεια κάθε δεσμού μεταξύ τών στοιχείων της ψυχικής ζωής (κατά την αναισθησία, αμνησία, κ.λπ.)
7. «διάσπαση προσωπικότητας» — η απώλεια σύνδεσης τών διανοητικών, συναισθηματικών στοιχείων και της συμπεριφοράς του πάσχοντος
αρχ.
χάσμα, κενό.

German (Pape)

ἡ, das Auseinanderziehen, Zerreißen, Theophr.; = διάστασις, Plut. Symp. 8.3.2.