εὔπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[весьма гибкий]], [[очень податливый]] ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[способный к творчеству]], [[творческий]] (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
|elrutext='''εὔπλαστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[весьма гибкий]], [[очень податливый]] ([[κηρός]], перен. [[ἦθος]] Plat.; [[νεότης]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[способный к творчеству]], [[творческий]] (οἱ εὐφυεῖς Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:15, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλαστος Medium diacritics: εὔπλαστος Low diacritics: εύπλαστος Capitals: ΕΥΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúplastos Transliteration B: euplastos Transliteration C: eyplastos Beta Code: eu)/plastos

English (LSJ)

ον, A easy to mould or put into shape, of a broken nose, Hp.Art.39 (Sup.); φύσει ποὺς εὔ. Aristaenet.1.12. 2 easy to mould, ductile, εὐπλαστότερον κηροῦ Pl.R.588d, cf. Ael.NA17.9, Dsc.4.75; φύσις (of sea-water) Arist.GA761a34 (Comp.); ἦθος Pl.Lg.666c (Comp.); of men, impressionable, Arist.Po.1455a33.

German (Pape)

[Seite 1088] 1) gut, leicht zu bilden, zu formen, λόγος κηρο ῦ εὐπλαστότερον Plat. Rep. IX, 588, d; vgl. Ael. H. A. 17, 9; so ἦθος Plat. Legg Il, 666 c; Sp., wie Plut. – 2) gut gebildet, gut erdacht, Arist. poet. 17. – Aber φύσις εὐπλαστοτέρα ist akt., leichter bildend, Arist. gen. an. 3, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à façonner;
Cp. εὐπλαστότερος.
Étymologie: εὖ, πλαστός.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλαστος:
1 весьма гибкий, очень податливый (κηρός, перен. ἦθος Plat.; νεότης Plut.);
2 способный к творчеству, творческий (οἱ εὐφυεῖς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλαστος: -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης ῥινός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, ἦθος ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ καλῶς πλάττουσα, δίδουσα σχῆμα καὶ μορφήν, φύσις ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπλαστος, -ον)
1. (για κερί ή ύλη που μαλάσσεται, αναλύεται ή πήζει) ευκολόπλαστος
2. (για ανθρώπους) καλλίσωμος, καλοφτιαγμένος, συμμετρικός
3. (για λόγο) αυτός που διαμορφώνεται εύκολα, που έχει ευστροφία στην έκφραση
1. (με ενεργ. σημ.) αυτός που εύκολα πλάθει, που δίνει μορφή
2. (με παθ. σημ.) αυτός που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα σχήμα
3. αυτός που τίθεται σε καλή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλαστός (< πλάθω)].