πνιγηρός: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πνῑγηρός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πνῑγηρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[душащий]], [[удушающий]] (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[удушливый]], [[душный]] (νύκτες Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[страшно тесный]], [[душный]] (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 25 November 2022
English (LSJ)
ά, όν, (πνίγω) choking, stifling, whether by throttling or heat, Ar.Ra.122 (with play on both senses); π. καλύβαι Th.2.52; [γῆ] ἐν κοίλῳ καὶ π. Hp.Aër.1; χωρία ib.24; σκηνώματα Plu.Per.34; νύκτες Arist.Pr.939b9 (Comp.); ὥρα D.H.8.89.
German (Pape)
[Seite 641] stickend, erstickend, zum Ersticken heiß, eng; ὁδὸς εἰς Ἅιδου, durch Erhängen, Ar. Ran. 122; ἐν καλύβαις πνιγηραῖς ὥρᾳ ἔτους διαιτᾶσθαι, Thuc. 7, 49; οἰκήματα, Philostr. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
étouffant, où l'on étouffe ; étroit, resserré.
Étymologie: πνίγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνιγηρός -ά -όν [πνίγω] verstikkend.
Russian (Dvoretsky)
πνῑγηρός:
1 душащий, удушающий (ὁδὸς εἰς Ἃιδου Arph.);
2 удушливый, душный (νύκτες Arst.);
3 страшно тесный, душный (καλύβαι Thuc.; σκηνώματα Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / πνιγηρός, -ά, -όν, ΝΑ
αποπνικτικός, αυτός που δυσκολεύει την αναπνοή, με πίεση του λαιμού, με ζέστη ή με τη χημική σύστασή του (α. «πνιγηρή ατμόσφαιρα» β. «σκηνώμασι πνιγηροῖς ἠναγκασμένων διαιτᾶσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνῖγος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].
Greek Monotonic
πνῑγηρός: -ά, -όν (πνίγω), αποπνικτικός, ασφυκτικός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγηρός: -ά, -όν, (πνίγω) ὁ πνίγων, ἀποπνίγων εἴτε διὰ πιέσεως τοῦ λαιμοῦ εἴτε διὰ τῆς θερμότητος, παῦε, πνιγηρὰν λέγεις Ἀριστοφ. Βάτρ. 122, ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῶν δύο σημασιῶν τῆς λέξεως· πν. καλύβαι Θουκ. 2. 52, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280. 294· σκηνώματα Πλουτ. Περικλ. 34· νύκτες Ἀριστ. Πρβλ. 25. 16· ὥρα Διον. Ἁλ. 8. 89.
Middle Liddell
πνῑγηρός, ή, όν πνίγω
choking, stifling, Ar.