φοράδην: Difference between revisions
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φοράδην:''' adv.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φοράδην:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[неся]] (ἐν [[χεροῖν]] τινα Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[на носилках]] ([[δῶμα]] πελάζειν Eur.; [[ἐλθεῖν]] [[οἴκαδε]] Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;<br /><b class="num">3</b> [[стремительно]] (διαπέτεσθαι Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:55, 25 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv. A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24. 2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.
Russian (Dvoretsky)
φοράδην: adv.
1 неся (ἐν χεροῖν τινα Eur.);
2 на носилках (δῶμα πελάζειν Eur.; ἐλθεῖν οἴκαδε Dem.): ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plut. доставленный на носилках;
3 стремительно (διαπέτεσθαι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.
Greek Monolingual
ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α
επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά
αρχ.
με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].
Greek Monotonic
φοράδην: [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,
1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ.
2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.
Middle Liddell
[φέρομαι]
1. adv. borne along, borne or carried in a litter, or the like, as a sick person, Eur. Dem.
2. with rushing motion, violently, Soph.