ἀκουστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἀκουστική, ἀκουστικόν<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[con buena disposición para escuchar]] Arist.<i>EN</i> 1103<sup>a</sup>3, Arr.<i>Epict</i>.3.1.13, como cualidad de los pitagóricos σιωπηλοὶ καὶ ἀκουστικοί Iambl.<i>VP</i> 163<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀκουστικόν]] = [[buena disposición para oír]] M.Ant.1.16.<br /><b class="num">2</b> subst. [[οἱ ἀκουστικοί]] = [[los Acusmáticos]] grado inferior en la escuela pitagórica, Gell.1.9.<br /><b class="num">II</b> de cosas<br /><b class="num">1</b> [[audible]] λόγος Sch.E.<i>Or</i>.1281D.<br /><b class="num">2</b> [[acústico]], [[auditivo]] [[πάθος]] Epicur.<i>Ep</i>.[2] 52.6, 53.7, [[αἴσθησις]] Plu.2.37f, πόρος ἀ. orificio del oído</i> Gal.10.455, [[δύναμις]] ἀκουστική Arr.<i>Epict</i>.2.23.2, ([[πνεῦμα]]) ἀκουστικὸν εἰς οὖς (el fluido) [[acústico]] (se extiende) hasta los oídos</i> Ph.1.573.<br /><b class="num">3</b> subst. [[τὸ ἀκουστικόν]] = [[facultad de oír]], [[oído]] ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ ([[ἐνέργεια]]) [[ἀκοή]] el (acto) de la facultad de oír es la audición</i> Arist.<i>de An</i>.426<sup>a</sup>7.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀκουστικῶς]] = [[en forma auditiva]] ὃ δὲ ἀκουστικῶς κινεῖται [[ἀκοή]] ἐστιν S.E.<i>M</i>.7.355<br /><b class="num">•</b>[[mediante el oído o la facultad de oír]] [[ἀκουστικῶς]] ὑπ' αὐτῆς (<i>sc</i>. τῆς μουσικῆς) τερπόμεθα Phld.<i>Mus</i>.4.35.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:15, 26 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for hearing, πάθος Epicur.Ep.1p.13U.; αἴσθησις ἀκουστική Plu.2.37f; δύναμις ἀκουστική Arr.Epict. 2.23.2; πόρος ἀκουστικός = orifice of ear, Gal.10.455; τὸ ἀκουστικόν = faculty of hearing, Arist.de An.426a7. 2 ready to hear, c. gen., Id.EN1103a3, Arr. Epict.3.1.13. Adv. ἀκουστικῶς Phld.Mus.p.107 K., S.E.M.7.355. 3 = ἀκουσματικός (eager to hear), Gell.1.9. 4 = ἀκουστός (heard, audible), Sch.E.Or.1281.
Spanish (DGE)
ἀκουστική, ἀκουστικόν
I de pers.
1 con buena disposición para escuchar Arist.EN 1103a3, Arr.Epict.3.1.13, como cualidad de los pitagóricos σιωπηλοὶ καὶ ἀκουστικοί Iambl.VP 163
•subst. τὸ ἀκουστικόν = buena disposición para oír M.Ant.1.16.
2 subst. οἱ ἀκουστικοί = los Acusmáticos grado inferior en la escuela pitagórica, Gell.1.9.
II de cosas
1 audible λόγος Sch.E.Or.1281D.
2 acústico, auditivo πάθος Epicur.Ep.[2] 52.6, 53.7, αἴσθησις Plu.2.37f, πόρος ἀ. orificio del oído Gal.10.455, δύναμις ἀκουστική Arr.Epict.2.23.2, (πνεῦμα) ἀκουστικὸν εἰς οὖς (el fluido) acústico (se extiende) hasta los oídos Ph.1.573.
3 subst. τὸ ἀκουστικόν = facultad de oír, oído ἡ δὲ τοῦ ἀκουστικοῦ (ἐνέργεια) ἀκοή el (acto) de la facultad de oír es la audición Arist.de An.426a7.
III adv. ἀκουστικῶς = en forma auditiva ὃ δὲ ἀκουστικῶς κινεῖται ἀκοή ἐστιν S.E.M.7.355
•mediante el oído o la facultad de oír ἀκουστικῶς ὑπ' αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) τερπόμεθα Phld.Mus.4.35.33.
German (Pape)
[Seite 78] das Gehör betreffend, αἴσθησις Plut. de Audit. 2; = τὸ ἀκουστικόν, Plac. Phil. 4, 4; – gern hörend, πατρός Arist. Eth. 1, 13, 19; τὸ ἀκ. die Bereitwilligkeit zu hören, τινός, auf Einen, M. Ant. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'ouïe : αἴσθησις ἀκουστική PLUT le sens de l'ouïe;
2 qui écoute volontiers, docile à, gén..
Étymologie: ἀκούω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουστικός:
1 слуховой (αἴσθησις Plut.; πάθος Sext.);
2 слушающийся, послушный (τινος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουστικός: [ᾰ], ή, όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος διὰ τὴν αἴσθησιν τῆς ἀκοῆς, αἴσθησις ἀκ., Πλουτ. 2. 37F· πόρος ἀκ., τοῦ ὠτὸς ὁ ἀκουστικὸς σωλήν, Γαλην.: τὸ ἀκ., ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5. 2) = ἀκουσματικός, μ. γεν. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 13. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 355. II. = ἀκουστός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1281.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀκουστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αίσθηση της ακοής ή στο ακουστικό όργανο
2. ο κατάλληλος για την αίσθηση της ακοής
νεοελλ.
1. (για τύπους προσώπων) ο ευαίσθητος στις ακουστικές αντιλήψεις
2. το θηλ. ως ουσ. η ακουστική
3. το ουδ. ως ουσ. το ακουστικό
μσν.
αυτός που μπορεί ή πρέπει να ακουστεί
αρχ.
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ακούσει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀκουστικόν
διεξιότητα στην ακοή
3. πληθ. οἱ ἀκουστικοί
οι ακουσματικοί (βλ. ακουσματικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουστός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακουστικότητα].