διεχής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " (op\.) ([Α-Ωα-ωΆΈΉΊΌΎΏἈἘἨἸὈὨᾈᾘᾨἌἜἬἼὌὬᾌᾜᾬἊἚἪἺὊὪᾊᾚᾪἎἮἾὮᾎᾞᾮἉἙἩἹὉὙὩᾉᾙᾩῬἍἝἭἽὍὝὭᾍᾝᾭἋἛἫἻὋὛὫᾋᾛᾫἏ...) |
m (Text replacement - "op." to "op.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] | |dgtxt=-ές<br />[[discontinuo]] op. [[συνεχής]]: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα [[διάλειμμα]] Hero <i>Def</i>.97, cf. Procl.<i>in Euc</i>.119.16, [[ἀναλογία]] Procl.<i>in Ti</i>.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.<i>in Prm</i>.454, cf. <i>Theol.Ar</i>.36<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[discontinuidad]] τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:30, 27 November 2022
English (LSJ)
ές, discontinuous, opp. συνεχής, Plu.2.115f, Aristid.Quint.3.10; σπεῖρα Procl.in Euc.p.119 F.
Spanish (DGE)
-ές
discontinuo op. συνεχής: τὰ δ' ἀγαθά Plu.2.115f, ὕλη Aristid.Quint.108.17, δ. ... ἐστι σπεῖρα ἡ ἔχουσα διάλειμμα Hero Def.97, cf. Procl.in Euc.119.16, ἀναλογία Procl.in Ti.2.173.11, ἡ σύνθεσις Dam.in Prm.454, cf. Theol.Ar.36
•subst. τὸ δ. discontinuidad τὸ μὴ δ. ... ὑμένος de la tela de araña, Plu.2.966e, cf. Aristid.Quint.108.21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interrompu, disjoint, séparé.
Étymologie: διέχω.
Russian (Dvoretsky)
διεχής: разделенный, раздельный, обособленный (ἀγαθὰ διεχῆ τε καὶ δυσκόλως συνερχόμενα πρὸς αὐτοῖς Plut.): μὴ δ. Plut. непрерывный, сплошной.
Greek (Liddell-Scott)
διεχής: -ές, κεχωρισμένος, ἀντίθ. συνεχής, Πλούτ. 2. 115F.
Greek Monolingual
διεχής, -ές (Α)
ξεχωρισμένος, ασυνεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -εχής < έχω (πρβλ. συνεχής, προσεχής)].
German (Pape)
ές, auseinander gehalten, getrennt, Gegensatz συνεχής, Plut. Consol. Apoll. p. 353.