νήχομαι: Difference between revisions
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό [[νάω]] (=[[ρέω]]) καί μέ τό [[νέω]] (2. =κολυμπῶ).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηκτήρ]] [[νήκτης]] [[νήκτωρ]] (=[[κολυμβητής]]), [[νηκτρίς]] (θηλ.), [[νηκτός]], [[νηκτικός]], [[νῆσσα]] (=πάπια). | |mantxt=(=[[κολυμπῶ]]). Ἔχει σχέση μέ τό [[νάω]] (=[[ρέω]]) καί μέ τό [[νέω]] (2. =κολυμπῶ).<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηκτήρ]] [[νήκτης]] [[νήκτωρ]] (=[[κολυμβητής]]), [[νηκτρίς]] (θηλ.), [[νηκτός]], [[νηκτικός]], [[νῆσσα]] (=[[πάπια]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:15, 29 November 2022
Greek Monolingual
(Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω)
κολυμπώ, πλέω στο νερό
αρχ.
(η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα
τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα -χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος της πράξης εκφράζοντας έτσι το ποιόν ενέργειας του ρ. νέω «κολυμπώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. snāti «περιβρέχομαι», λατ. nāre «κολυμπώ», αρχ. ιλρδ. snām «κολυμπώ» κ.λπ. Η αναγωγή του ρ. σε ΙΕ ρίζα snā- «ρέω, υγρασία» και η σύνδεση του με το ρ. νάω «ρέω» δεν θεωρείται πιθανή (βλ. και λ. νέω[Ι])].
Mantoulidis Etymological
(=κολυμπῶ). Ἔχει σχέση μέ τό νάω (=ρέω) καί μέ τό νέω (2. =κολυμπῶ).
Παράγωγα: νηκτήρ νήκτης νήκτωρ (=κολυμβητής), νηκτρίς (θηλ.), νηκτός, νηκτικός, νῆσσα (=πάπια).