ρύμη: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ὁρμή]], [[φορά]], σοκάκι). Ἀπό τό [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=(=[[ὁρμή]], [[φορά]], [[σοκάκι]]). Ἀπό τό [[ρέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 November 2022
Greek Monolingual
η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν
1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.)
2. στενή οδός, σοκάκι
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) η κινητική ενέργεια κινούμενου σώματος
2. φρ. «στη ρύμη του λόγου του» — κατά τη γρήγορη αλληλουχία τών φράσεών του, καθώς κυλούσε γοργά ο λόγος του
αρχ.
1. η βίαιη επίθεση στρατιωτών, έφοδος
2. ροπή
3. το ρωμαϊκό στρατόπεδο
4. ρωγμή, σχισμή
5. φρ. α) «ἡ ῥύμη τῆς τύχης» — η μεταβολή της τύχης
β) «ἡ ῥύμη τῆς ὀργῆς» — η σφοδρότητα της οργής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ.ῥῡ- του ἐρύω «σύρω, τραβώ» [βλ. λ. ἐρύω (Ι)] + κατάλ. -μη (πρβλ. γνώ-μη, τι-μή)].
Mantoulidis Etymological
(=ὁρμή, φορά, σοκάκι). Ἀπό τό ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.