βουλήεις: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βουλήεις]] -εσσα -εν [[βουλή]] welberaden. | |elnltext=[[βουλήεις]] -εσσα -εν [[βουλή]] [[welberaden]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, of good counsel, sage, Sol.33.1.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.
German (Pape)
[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλήεις -εσσα -εν βουλή welberaden.
Russian (Dvoretsky)
βουλήεις: ήεσσα, ῆεν способный давать разумные советы, разумный, рассудительный (ἀνήρ Plut.).
Greek Monolingual
βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.
Greek Monotonic
βουλήεις: -εσσα, -εν (βουλή), αυτός που έχει σωστή γνώμη, συνετός, σε Σόλωνα.
Greek (Liddell-Scott)
βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.