κάνθων: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] pakezel.
|elnltext=κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] [[pakezel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάνθων Medium diacritics: κάνθων Low diacritics: κάνθων Capitals: ΚΑΝΘΩΝ
Transliteration A: kánthōn Transliteration B: kanthōn Transliteration C: kanthon Beta Code: ka/nqwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, = κανθήλιος, pack-ass, Ar.V.179, AP11.383 (Pall.), 399 (Apollinar.), Apion ap.J.Ap.2.9; of Trygaeus' beetle (with play on κάνθαρος), Ar.Pax82 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1321] ωνος, ὁ, der Esel, Ar. Vesp. 179; komisch für κάνθαρος Pax 82 u. sp. D., wie Pallad. 30 (XI, 383). Auch S. Emp. adv. astrol. 94.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
1 bête de somme, particul. âne;
2 escarbot, scarabée, insecte.
Étymologie: DELG κανθός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάνθων -ωνος, ὁ [~ κανθήλιος] pakezel.

Russian (Dvoretsky)

κάνθων: ωνος ὁ вьючное животное, преимущ. осел Arph., Sext., Anth.

Greek Monolingual

κάνθων, ὁ (Α)
1. φορτηγός όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές, κανθήλιος
2. (στον Αριστοφ.) λογοπαικτικώς αντί κάνθαρος, σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανθήλιο και κανθός.

Greek Monotonic

κάνθων: -ωνος, ὁ, = κανθήλιος, υποζύγιο, γομάρι, σε Αριστοφ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κάνθων: -ωνος, ὁ κανθήλιος, ὄνος φορτηγός, Ἀριστοφ. Σφ. 179, Ἀνθ. Π. 11. 383, 399 · - ἐντεῦθεν ὁ Τρυγαῖος ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 82, καλεῖ τὸν κάνθαρον αὑτοῦ διὰ τοῦ ὀνόματος κάνθων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κάνθαρος.

Middle Liddell

κάνθων, ωνος, = κανθήλιος,]
a pack-ass, Ar., Anth.

English (Woodhouse)

pack ass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)