καλλίτοξος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog. | |elnltext=καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] [[met mooie boog]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with beautiful bow, E.Ph. 1162.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schönem Bogen, Eur. Phoen. 1168.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au bel arc.
Étymologie: καλός, τόξον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίτοξος -ον [καλός, τόξον] met mooie boog.
Russian (Dvoretsky)
καλλίτοξος: (ῐ) вооруженный отличным луком или отлично стреляющий (Μαινάλου κόρη, sc. Ἀταλάντη Eur.).
Greek Monolingual
καλλίτοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο τόξο.
Greek Monotonic
καλλίτοξος: ὁ, ἡ (τόξον), αυτός που έχει ωραίο τόξο, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίτοξος: ὁ, ἡ, ἔχων ὡραῖον τόξον, Εὐρ. Φοίν. 1162.