ἁγής: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[ἁγής]] -ές [[ἅζω]] heilig. | |elnltext=[[ἁγής]] -ές [[ἅζω]] [[heilig]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ές, A guilty, accursed, dub. in Hippon.11. II in good sense, pure, holy, of the sun, ἁγέα κύκλον Emp.47.
Spanish (DGE)
-ές
dud.
1 santo, puro ἁγέα κύκλον del sol, Emp.B 47.
2 sacrílego, execrable, abominable ἁγεῖ Βουπάλῳ Hippon.19 (pero v. 1 ἄγος I 1), cf. ἁγὴς ὁ μυσαρός Tz.H.13.315, ad Lyc.436.
• Etimología: Cf. ἅζομαι, ἅγιος, 1 ἄγος.
German (Pape)
[Seite 13] ές (ἅγος), Hippon. frg. 4, verbrecherisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγής: [ᾱ], ές, (ἅγος), ἔνοχος, ἐπικατάρατος, μιαρός, Ἱππῶναξ, 11. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασ. = εὐαγής, λαμπρός, καθαρός, ἁγέα κύκλον, Ἐμπεδ. παρ’ Α. Β. 337, πρβλ. Näke Χοιρ. 179, κἑξ.· ἢ ἴσως περιηγητής, στρογγύλος, περιφερής.