πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος [[[πέδη]], [[τρίβω]]] als adj. voetboeien verslijtend.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδότριψ Medium diacritics: πεδότριψ Low diacritics: πεδότριψ Capitals: ΠΕΔΟΤΡΙΨ
Transliteration A: pedótrips Transliteration B: pedotrips Transliteration C: pedotrips Beta Code: pedo/triy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ and ἡ, (< πέδη, τρίβω) wearing out fetters, Com. epithet of good-for-nothing slaves, Luc. Sat. 8.

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.

Russian (Dvoretsky)

πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευό-τριψ].