βραχύπορος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[dont le passage est court]];<br /><b>2</b> dans une passe étroite.<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]], [[πόρος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[dont le passage est court]];<br /><b>2</b> [[dans une passe étroite]].<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]], [[πόρος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:40, 30 November 2022

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχύπορος -ον βραχύς, πόρος met korte omlooptijd.

Russian (Dvoretsky)

βραχύπορος:
1 совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);
2 узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. εἴσπλους Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.

Spanish (DGE)

-ον
de corto recorrido περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.R.546a, de la órbita de los planetas, Procl.Hyp.1.24
de corto vuelo οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.VA 3.48.

Greek Monotonic

βρᾰχύπορος: -ον, 1. αυτός που έχει μικρό πέρασμα, σε Πλάτ.
2. αυτός που έχει στενό, σύντομο άνοιγμα, σε Πλούτ.

Middle Liddell


1. with a short passage, Plat.
2. with narrow passage, Plut.