ἀπόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s'épanche;<br /><b>2</b> [[sujet à écoulement]];<br /><b>3</b> qui offre un écoulement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule au dehors, qui s'épanche;<br /><b>2</b> [[sujet à écoulement]];<br /><b>3</b> [[qui offre un écoulement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορρέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:51, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρῠτος Medium diacritics: ἀπόρρυτος Low diacritics: απόρρυτος Capitals: ΑΠΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: apórrytos Transliteration B: aporrytos Transliteration C: aporrytos Beta Code: a)po/rrutos

English (LSJ)

ον, A = ἀπόρροος, running, κρήνη Hes.Op.595; ἀ. ὕδωρ, opp. στάσιμον, Hp. Aer.7. II subject to efflux, opp. ἐπίρρυτος, Pl.Ti.43a; οὐκ ἀ., of the sea, Arist.Mete.353b32; having an outflow, πηγή Porph.Sent.44. III ἀ. σταθμά stables with drains or a sloping floor, X.Eq.4.3.

Spanish (DGE)

(ἀπόρρῠτος) -ον
que mana, manante, que fluye κρήνης δ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes.Op.595, cf. Porph.Sent.44, ὕδωρ op. στάσιμον Hp.Aër.7, del mar οὐκ ἀ. Arist.Mete.353b32, εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀ. a un cuerpo que fluye y mana Pl.Ti.43a
fig. (Σελήνη) ἀ. ἀρσένι πυρσῷ Ἠελίου Nonn.D.4.282
del cuerpo de los borrachos que se disipa, que se va (σῶμα) ἀ. ἐστι πανταχόθεν Basil.M.31.457A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coule au dehors, qui s'épanche;
2 sujet à écoulement;
3 qui offre un écoulement.
Étymologie: ἀπορρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρῠτος:
1 текущий (κρήνη Hes.);
2 имеющий сток (σταθμά Xen.);
3 имеющий отток (σῶμα Plat.; ἡ θάλαττα οὐκ ἀ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρῠτος: -ον, = ἀπόρροος, ἀπορρέων, κρήνη Ἡσ. Ἐργ. κ. Ἡμ. 593· ἀπ. ὕδωρ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς ἐκροὴν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἐπίρρυτος, Πλάτ. Τίμ. 43Α· οὐκ ἀπόρρυτος, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 7. ΙΙΙ. ἀπ. σταθμά, σταῦλοι ἔχοντες κεκλιμένον τὸ ἔδαφος ὅπως καταρρέωσιν αἱ ἀκαθαρσίαι, Ξεν. Ἱππ. 4, 3.

Greek Monolingual

ἀπόρρυτος, -ον (Α) απορρέω
1. αυτός που απορρέει
2. αυτός που υπόκειται σε έκχυση, εκροή
3. φρ. «ἀπόρρυτα σταθμά» — στάβλοι με οχετούς ή κεκλιμένο έδαφος.

Greek Monotonic

ἀπόρρῠτος: -ον (ἀπορ-ρέω), αυτός που ρέει, ρευστός, σε Ησίοδ.· ἀπόρρυτα σταθμά, σταύλοι που έχουν οχετό ή κεκλιμένο έδαφος ώστε να ρέουν προς τα έξω οι ακαθαρσίες, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀπορρέω
running, Hes.: ἀπ. σταθμά stables with drains, Xen.

German (Pape)

abfließend, κρήνη Hes. O. 593; σῶμα, Gegensatz ἐπίρρυτος, Abfluß habend, Plat. Tim. 43a, wie σταθμὰ ἀπόρρυτα, Ställe mit abschüssigem Boden, wo der Unrat abfließt, Xen. re Eq. 4.3.