ἐπιτερπής: Difference between revisions
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[agréable]], [[charmant]];<br /><b>2</b> adonné au plaisir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέρπω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[agréable]], [[charmant]];<br /><b>2</b> [[adonné au plaisir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτέρπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:53, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e; ἰδεῖν Plu.Rom.16; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25: Sup., τὰ ἐπιτερπέστατα Democr.233. Adv. ἐπιτερπῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13. II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.
German (Pape)
[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 agréable, charmant;
2 adonné au plaisir.
Étymologie: ἐπιτέρπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτερπής:
1 приятный, прелестный (αἱ τῶν πεπραγμένων μνῆμαι Arst.; βίος Plut.): ἐ. ἰδεῖν Plut. приятный на вид;
2 преданный наслаждениям (χλιδανὸς καὶ ἐ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.
Greek Monolingual
ἐπιτερπής, -ές (Α) επιτέρπομαι
1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.)
2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.)
3. ο έκδοτος στις ηδονές.
επίρρ...
ἐπιτερπῶς (Α)
τερπνά, ευχάριστα.
Greek Monotonic
ἐπιτερπής: -ές (τέρπω),
I. ευχάριστος, γοητευτικός, θελκτικός, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· επίρρ. -πῶς, στον ίδ.
II. αφοσιωμένος στις ηδονές, παραδομένος στις απολαύσεις, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπι-τερπής, ές τέρπω
I. pleasing, delightful, Hhymn., Plut.:—adv. -πῶς, Plut.
II. devoted to pleasure, Plut.