βούκερως: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βούκερως:''' 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий ([[παρθένος]], sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος [[ἄγαλμα]] Her.).
|elrutext='''βούκερως:''' 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий ([[παρθένος]], ''[[sc.]]'' Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος [[ἄγαλμα]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούκερως Medium diacritics: βούκερως Low diacritics: βούκερως Capitals: ΒΟΥΚΕΡΩΣ
Transliteration A: boúkerōs Transliteration B: boukerōs Transliteration C: voukeros Beta Code: bou/kerws

English (LSJ)

ων, gen. ω, A horned like an ox or horned like a cow, ἄγαλμα Hdt.2.41; βουκέρως παρθένος, of Io, A. Pr.588 (lyr.); Ἴακχος S.Fr.959. II = βούκερας, fenugreek, Trigonella foenum-graecum Dsc.2.102.

Spanish (DGE)

-ων
• Morfología: [gen. -ω A.Pr.588]
1 de cuernos de vaca o toro παρθένος A.Pr.l.c., Ἴακχος S.Fr.959, τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Hdt.2.41, cf. Lib.Or.11.114.
2 subst. ὁ β. bot. fenogreco, alholva Dsc.2.102.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
aux cornes de bœuf.
Étymologie: βοῦς, κέρας.

German (Pape)

[Seite 456] ων, 1) = βουκέραος, Her. 2, 41; Aesch. Prom. 590 u. sp. D. – 2) = vorigem, Diosc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούκερως -ων, gen. -ω βοῦς, κέρας met runderhorens.

Russian (Dvoretsky)

βούκερως: 2, gen. ω украшенный бычачьими или коровьими рогами, волорогий (παρθένος, sc. Ἰώ Aesch.; τῆς Ἴσιος ἄγαλμα Her.).

Middle Liddell

κέρας
horned like an ox or cow, Hdt., Aesch.

Greek Monolingual

βούκερως, -ων (-ω) και βουκέραος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού
2. φρ. «βούκερως παρθένος» η Ιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -κέρως < γεν. κέρα (σ) ος της λ. κέρας.

Greek Monotonic

βούκερως: -ων (κέρας), γεν. , αυτός που έχει κέρατα όμοια με του βοδιού ή της αγελάδας, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

βούκερως: -ων, γεν.-ω, ὁ ἔχων κέρατα ὥς τις βοῦς, Ἡρόδ. 2. 41· β. παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 588. ΙΙ.=τῷ προηγ., Διοσκ. 2. 124.

English (Woodhouse)

horned like an ox

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search