λιγύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λιγύφωνος:''' (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий ([[ἅρπη]] Hom.; [[ἑταίρη]], sc. [[κιθάρα]] HH; [[Ἑσπερίδες]] Hes.; [[ἀηδών]] Theocr.).
|elrutext='''λιγύφωνος:''' (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий ([[ἅρπη]] Hom.; [[ἑταίρη]], ''[[sc.]]'' [[κιθάρα]] HH; [[Ἑσπερίδες]] Hes.; [[ἀηδών]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:15, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγύφωνος Medium diacritics: λιγύφωνος Low diacritics: λιγύφωνος Capitals: ΛΙΓΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ligýphōnos Transliteration B: ligyphōnos Transliteration C: ligyfonos Beta Code: ligu/fwnos

English (LSJ)

ον, clearvoiced, loud-voiced, ἅρπη Il.19.350, cf. h.Merc.478; also of sweet sounds, Ἑσπερίδες Hes.Th.275, 518; ἀηδών Theoc.12.7; ἀοιδή Orph. A.5.

German (Pape)

[Seite 44] = λιγύφθογγος; ἅρπη, Il. 19, 350; ἑταίρη, die Cither, H. h. Merc. 475; Ἑσπερίδες, Hes. Th. 275. 518; ἀηδών, Theocr. 12, 7; D. Per. 529; Apollo, Nonn. D. 11, 112.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix claire, sonore ou harmonieuse.
Étymologie: λιγύς, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

λιγύφωνος: (ῠ) звонкоголосый, сладкогласный, певучий (ἅρπη Hom.; ἑταίρη, sc. κιθάρα HH; Ἑσπερίδες Hes.; ἀηδών Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύφωνος: -ον, ἔχων καθαράν, ἠχηρὰν ἢ ἰσχυρὰν φωνήν, ὀξύφωνος, ἅρπη Ἰλ. Τ. 350, πρβλ. Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 478· ὡσαύτως ἐπὶ ἡδέων, εὐαρέστων ἤχων, Ἑσπερίδες Ἡσ. Θ. 275, 518· ἀηδὼν Θεόκρ. 12. 7· ἀοιδὴ Ὀρφ. Ἀργ. 5.

English (Autenrieth)

with loud, clear note, of a falcon, Il. 19.350†.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λιγύφωνος, -ον)
αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, οξύφωνος και μελωδικός («Ἑσπερίδες λιγύφωνοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -φωνος (< φωνή)].

Greek Monotonic

λῐγύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει καθαρή ή ηχηρή φωνή, οξύφωνος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για ευχάριστους ήχους, σε Ησίοδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

λῐγύ-φωνος, ον φωνή
clear-voiced, loud-voiced, screaming, Il.; also of sweet sounds, Hes., Theocr.