στρεβλότης: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρεβλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[изогнутость]], [[кривизна]] (τῆς αἰχμῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[извилина]] (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.). | |elrutext='''στρεβλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[изогнутость]], [[кривизна]] (τῆς αἰχμῆς Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[извилина]] (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, ''[[sc.]]'' τῆς καθόδου Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:15, 30 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b. II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.
German (Pape)
[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Gegensatz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d'un glaive).
Étymologie: στρεβλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.
Russian (Dvoretsky)
στρεβλότης: ητος ἡ
1 изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2 извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).
Greek Monotonic
στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.
Middle Liddell
στρεβλότης, ητος, ἡ,
crookedness, Plut.