δοτήρ: Difference between revisions
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[δοτήρ]] [[giver]] μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]][ (sc. Τήνερον) (Pae. 7.1) | |sltr=[[δοτήρ]] [[giver]] μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ [[ἄδυτον]][ (''[[sc.]]'' Τήνερον) (Pae. 7.1) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:20, 30 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, giver, dispenser, ταμίαι… σίτοιο δοτῆρες Il.19.44; ὀϊστοὶ θανάτοιο δ. Hes.Sc.131; especially of the gods, δ. εὐθηλέος ἥβης h.Hom.8.9; μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα Pi.Pae.7.1; πυρὸς βροτοῖς δοτῆρα A.Pr.612.—Poet. form used by X.Cyr.8.1.9, and in later Prose, θεὸς δ. παντὸς ἀγαθοῦ D.H.2.62, cf. J.AJ1.18.6, Iamb.Myst.3.31.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 c. gen. obj. dador, dispensador de pers. ταμίαι ... σίτοιο δοτῆρες Il.19.44, λογίων καὶ μύθοιο δ. AP 8.132 (Gr.Naz.), de cosas ὀϊστοὶ ... θανάτοιο ... δοτῆρες Hes.Sc.131, más frec. de dioses o héroes δ. εὐθαλέος ἥβης h.Mart.9, μαντευμάτ[ω] ν τε θεσπεσίων δ. Pi.Fr.52g.1, πυρὸς βροτοῖς δ. A.Pr.612, θεὸς δ. παντὸς ἀγαθοῦ D.H.2.62, Ἀπόλλωνι ... δοτῆρι ὄντι τῆς τοξικῆς Luc.Pisc.6, (Ζεύς) Ἐπικάρπιος ... δ. πλούτου καὶ κτήσεως D.Chr.1.41, cf. Plu.2.402a, παντοίης ἀρετῆς de Heracles IG 14.1003.13 (II d.C.), κακῶν δὲ πάντων ... δοτῆρες ἡμεῖς Babr.63.10, (ὁ Ἑρμῆς) δ. καὶ διανοίας καὶ φρονήσεως ref. al planeta, Vett.Val.4.10, cf. I.AI 1.272, Ap.2.249, Plu.2.1075e, D.C.57.10.4, Iambl.Myst.3.31, Nonn.D.17.42
•sin el gen. donante αὐτῷ γὰρ ἑκὼν ἐρίδηνε δοτῆρι A.R.1.89
•c. gen. por dat. τυφλῶν εὔσπλαγχνοι δοτῆρες misericordiosos donantes de ciegos, PMasp.20.12 (VI d.C.).
2 econ. pagador δαπανημάτων δοτήρ pagador de gastos funcionario del imperio aqueménida προσόδων ἀποδεκτῆρες καὶ δαπανημάτων δοτῆρες X.Cyr.8.1.9.
German (Pape)
[Seite 660] ῆρος, ὁ, der Geber; Homer einmal, Iliad. 19, 44 ταμίαι, σίτοιο δοτῆρες, Austheiler, Spender; vgl. δωτήρ und δώτωρ; – πυρὸς βροτοῖς δοτήρ Aesch. Prom. 515; Dion. Hal. 7, 79; Xen. Cyr. 8, 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 celui qui donne, qui distribue, gén.;
2 celui qui fait don de.
Étymologie: δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
δοτήρ: ῆρος ὁ
1 раздатчик, распределитель (σίτοιο Hom.);
2 податель, даритель (Ἄρης, δ. εὐθαρσέος ἥβης HH; ὀϊστοὶ θανάτοιο δοτῆρες Hes.): πυρὸς βροτοῖς δ. Aesch. подаривший людям огонь, т. е. Прометей.
Greek (Liddell-Scott)
δοτήρ: ῆρος, ὁ, (δίδωμι) ὁ διδούς, παρέχων, διανέμων, ταμίαι… σίτοιο δοτῆρες Ἰλ. Τ. 44· ὀϊστοὶ θανάτοιο δ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· ― ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν, δοτήρ εὐθαρσέος ἥβης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρη 9· πυρὸς βροτοῖς δοτῆρα Αἰσχύλ. Πρ. 312· πρβλ. δωτήρ. ― Ποιητ. τύπος τοῦ δότης, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9.
English (Autenrieth)
ῆρος: giver, pl., Il. 19.44 and Od. 8.325.
English (Slater)
δοτήρ giver μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον[ (sc. Τήνερον) (Pae. 7.1)
Greek Monolingual
δοτήρ και δωτήρ, ο (θηλ. δότειρα, η) (AM)
ο χορηγός, αυτός που παρέχει κάτι («ὁ δοτὴρ τῆς ζωῆς», «δοτὴρ τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός
ο θεός)
αρχ.
α) «ταμίαι... σίτοιο δοτῆρες» — οικονόμοι που μοίραζαν ψωμί
β) «ὀιστοὶ θανάτοιο δοτῆρες» — βέλη που έφερναν θάνατο
γ) «πυρὸς βροτοῖς δοτῆρα» — για τον Προμηθέα.
Greek Monotonic
δοτήρ: -ῆρος, ὁ (δί-δωμι), αυτός που παρέχει, αυτός που διανέμει, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.