διαβόρος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβόρος:''' -ον (διαβι-βρώσκω),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[διάβορος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
|lsmtext='''διαβόρος:''' -ον (διαβι-βρώσκω),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[διάβορος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchfressend]]</i>, [[νόσος]] δ. [[πόδα]], den Fuß durchfressender [[Schaden]], Soph. <i>Phil</i>. 7; vgl. <i>Tr</i>. 1074.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαβόρος]], ον [[διαβιβρώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[eating]] [[through]], [[devouring]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> proparox. [[διάβορος]], ον, [[pass]]. eaten [[through]], consumed, Soph.
|mdlsjtxt=[[διαβόρος]], ον [[διαβιβρώσκω]]<br /><b class="num">I.</b> [[eating]] [[through]], [[devouring]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> proparox. [[διάβορος]], ον, [[pass]]. eaten [[through]], consumed, Soph.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[durchfressend]]</i>, [[νόσος]] δ. [[πόδα]], den Fuß durchfressender [[Schaden]], Soph. <i>Phil</i>. 7; vgl. <i>Tr</i>. 1074.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβόρος Medium diacritics: διαβόρος Low diacritics: διαβόρος Capitals: ΔΙΑΒΟΡΟΣ
Transliteration A: diabóros Transliteration B: diaboros Transliteration C: diavoros Beta Code: diabo/ros

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω) A devouring, νόσος S.Tr.1084, Ph.7. II διάβορος, ον, Pass., eaten up, consumed, Id.Tr.676; cf. διάβαρος.

Spanish (DGE)

-ον
devorador, que consume νόσος S.Tr.1084, Ph.7, cf. Tx.H.12.793.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge.
Étymologie: διαβιβρώσκω.

Greek Monotonic

διαβόρος: -ον (διαβι-βρώσκω),·
I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.
II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.

German (Pape)

durchfressend, νόσος δ. πόδα, den Fuß durchfressender Schaden, Soph. Phil. 7; vgl. Tr. 1074.

Russian (Dvoretsky)

διαβόρος: разъедающий, разрушающий (νόσος δ. πόδα Soph.).

Middle Liddell

διαβόρος, ον διαβιβρώσκω
I. eating through, devouring, Soph.
II. proparox. διάβορος, ον, pass. eaten through, consumed, Soph.