ἔμπυος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que sufre un absceso]], [[que tiene empiema]] ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.<i>Art</i>.49, cf. <i>Coac</i>.396, <i>Aph</i>.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.<i>HA</i> 604<sup>b</sup>6, cf. Men.<i>Fr</i>.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ [[ἄνθρωπος]] Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.<i>Sull</i>.36<br /><b class="num">•</b>frec. subst. ὁ ἔ. [[el que padece un empiema]] τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.<i>Prog</i>.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.<i>Protr</i>.2, cf. Plu.2.43a.<br /><b class="num">2</b> [[purulento]], [[que supura]] ἔ. [[βάσις]] pie purulento</i> S.<i>Ph</i>.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.<i>Pers</i>.2.22.38, ἔ. μοτός drenaje</i> Hp. en Gal.19.97.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἔ. [[supuración]], [[absceso]], [[empiema]] ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso</i> Hp.<i>Prog</i>.7, [[εἴκελος]] ἐμπύῳ ἦν Hp.<i>Epid</i>.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ [[ἕλκος]] <i>Gp</i>.17.22, cf. Arist.<i>Pr</i>.863<sup>a</sup>8, Orib.4.8.3.
|dgtxt=-ον<br />medic.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que sufre un absceso]], [[que tiene empiema]] ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.<i>Art</i>.49, cf. <i>Coac</i>.396, <i>Aph</i>.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.<i>HA</i> 604<sup>b</sup>6, cf. Men.<i>Fr</i>.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ [[ἄνθρωπος]] Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.<i>Sull</i>.36<br /><b class="num">•</b>frec. subst. ὁ ἔ. [[el que padece un empiema]] τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.<i>Prog</i>.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.<i>Protr</i>.2, cf. Plu.2.43a.<br /><b class="num">2</b> [[purulento]], [[que supura]] ἔμπυος [[βάσις]] = [[pie]] [[purulento]]</i> S.<i>Ph</i>.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.<i>Pers</i>.2.22.38, ἔμπυος μοτός drenaje</i> Hp. en Gal.19.97.<br /><b class="num">II</b> subst. [[τὸ ἔμπυον]] = [[supuración]], [[absceso]], [[empiema]], [[ἔμπυον]] ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso</i> Hp.<i>Prog</i>.7, [[εἴκελος]] ἐμπύῳ ἦν Hp.<i>Epid</i>.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ [[ἕλκος]] <i>Gp</i>.17.22, cf. Arist.<i>Pr</i>.863<sup>a</sup>8, Orib.4.8.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:58, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπυος Medium diacritics: ἔμπυος Low diacritics: έμπυος Capitals: ΕΜΠΥΟΣ
Transliteration A: émpyos Transliteration B: empyos Transliteration C: empyos Beta Code: e)/mpuos

English (LSJ)

ον, (πύον) A suffering from an abscess or suppurating wound, Id.Prog.18, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, Men.1009, IG4.952.57 (Epid.); τῷ ἐ. βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iamb.Protr.2; ἵπποι Arist.HA604b6. II festering, suppurating, βάσις S.Ph.1378; στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm. ap. Gal.14.35; ἔ. μοτός tents, Gal.19.97.

Spanish (DGE)

-ον
medic.
I 1que sufre un absceso, que tiene empiema ἔμπυοι πολλοὶ γίνονται Hp.Art.49, cf. Coac.396, Aph.5.10, D.54.12, Isoc.19.26, γίνονται δὲ καὶ ἔμπυοι οἱ ἵπποι Arist.HA 604b6, cf. Men.Fr.496, ἔ. ἦς οὕτω σφοδρῶς ὥστε ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα λεκάνας ἐνέπλησε πύους IG 42.122.57 (Epidauro IV a.C.), ἔ. περὶ ἧπαρ ἄνθρωπος Plu.2.73b, περὶ τὰ σπλάγχνα Plu.Sull.36
frec. subst. ὁ ἔ. el que padece un empiema τῶν δὲ ἐμπύων τῶν ἐκ τῶν περιπνευμονικῶν οἱ γεραίτεροι μᾶλλον ἀπόλλυνται Hp.Prog.18, cf. 17, τῷ ἐμπύῳ βέλτιον τὸ καίεσθαι τοῦ διαμένειν Iambl.Protr.2, cf. Plu.2.43a.
2 purulento, que supura ἔμπυος βάσις = pie purulento S.Ph.1378, στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλύν Androm.55, ὁ βουβὼν ... ἔ. γέγονεν Procop.Pers.2.22.38, ἔμπυος μοτός drenaje Hp. en Gal.19.97.
II subst. τὸ ἔμπυον = supuración, absceso, empiema, ἔμπυον ἔσεσθαι σημαίνει indica que habrá un absceso Hp.Prog.7, εἴκελος ἐμπύῳ ἦν Hp.Epid.4.31, ἐὰν συναγάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Gp.17.22, cf. Arist.Pr.863a8, Orib.4.8.3.

German (Pape)

[Seite 818] ein inneres Geschwür habend, Hippocr., Dem. 54, 12 u. A.; – βάσις, der mit Geschwüren bedeckte Fuß, Soph. Phil. 1364.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui suppure.
Étymologie: ἐν, πῦον.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπῡος: покрытый или страдающий нарывами, гноящийся, в язвах Soph., Arst., Dem., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπυος: -ον, (πῦον) ὁ ἔχων ἐμπύωμα ἐν τοῖς πνευμόσιν ἢ ἐν τῷ ἥπατι, ἐμπυϊκός, Ἱππ. Ἀφορ. 1253, Δημ. 1260. 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3. ΙΙ. ἡλκωμένος, «ὀμπυασμένος», τήνδε τ’ ἔμπυον βάσιν παύσοντας ἄλγους Σοφ. Φ. 1378˙ στέρνων ἀπολύσεται ἔμπυον ἰλὺν Ἀνδρόμ. παρὰ Γαλην. 13, σ. 876˙ ἔμπ. μοτός, ξαντόν, Γαλην. 2) = πῦον, κοιν. «ἔμπυον», ἐὰν συνάγῃ ἔμπυον τὸ ἕλκος Γεωπον. 17. 22, Θεοφ. Νόνν. Ἐπιτομ. Ἰατρ. τ. 2, σ. 242.

Greek Monolingual

-α -ο (AM ἔμπυος, -ον)
1. ο γεμάτος πύον, εμπυασμένος, διαπυημένος
(«έμπυον τραύμα»)
2. αυτός που προκαλεί πύον
3. το ουδ. ως ουσ. το έμπυον και όμπυο
το πύον.

Greek Monotonic

ἔμπυος: -ον (ἐν, πύον), πυώδης, ελκώδης, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔμ-πυος, ον adj [ἐν, πύον
suppurating, Soph.