ὑποκαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=purger par le bas.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]].
|btext=[[purger par le bas]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκᾰθαίρω Medium diacritics: ὑποκαθαίρω Low diacritics: υποκαθαίρω Capitals: ΥΠΟΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: hypokathaírō Transliteration B: hypokathairō Transliteration C: ypokathairo Beta Code: u(pokaqai/rw

English (LSJ)

purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.

German (Pape)

[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.

French (Bailly abrégé)

purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκαθαίρω: прочищать (τὸ σῶμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.

Greek Monolingual

ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].