ἀποτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=frapper d'une flèche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τοξεύω]].
|btext=[[frapper d'une flèche]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τοξεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτοξεύω Medium diacritics: ἀποτοξεύω Low diacritics: αποτοξεύω Capitals: ΑΠΟΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: apotoxeúō Transliteration B: apotoxeuō Transliteration C: apotokseyo Beta Code: a)potoceu/w

English (LSJ)

A shoot off arrows, ἀπὸ δένδρων D.C.37.2: metaph., shoot off like an arrow, ῥηματίσκια Pl.Tht. 180a, cf. Luc.Rh.Pr.17:—Pass., Id.Prom.Es2. 2 shoot a person, τινά τινι Id.Vit.Auct.24 (codd., κατατοξ- Cobet). II keep off by shooting, λοιμόν Id.Alex.36.

Spanish (DGE)

I 1disparar, lanzar flechas ἀπὸ δένδρων D.C.37.2.5.
2 lanzar como flechas, de un relámpago en v. pas. οὐρανόθεν πῦρ ἀπ[οτ] οξευόμ[ε] νον Erot.Fr.Pap.Herp.48
fig. asaetar ref. a palabras ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια ... ἀνασπῶντες ἀποτοξεύουσι Pl.Tht.180a, cf. Luc.Rh.Pr.17, c. dat. instrum. ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ... συλλογισμῷ Luc.Vit.Auct.24, tb. en v. med. εὐστόχως ἀποτετόξευται καὶ ἐς τὴν Ἀττικὴν δριμύτητα Luc.Prom.Es.2.
II apartar con sus flechas λοιμόν Luc.Alex.36.

German (Pape)

[Seite 332] Pfeile abschießen (von einem höheren Orte herab), Luc. Prom. 2; τόξευμα Alcidam. Od. 669, 9; τινὰ συλλογισμῷ, nach Einem, Vit. auct. 24; wie Pfeile abschießen, ῥηματίσκια Plat. Theaet. 180 a.

French (Bailly abrégé)

frapper d'une flèche.
Étymologie: ἀπό, τοξεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτοξεύω:
1 досл. стрелять из лука, перен. ἀ. ῥηματίσκια Plat. метко поражать словами;
2 тж. med. поражать (словно) стрелами (τινά τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτοξεύω: ῥίπτω βέλη, ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 37. 2· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., Λουκ. Προμ. 2: ― μεταφ., ἐξακοντίζω τι ὡς βέλος, ῥηματίσκια Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. ΙΙ. ῥίπτω βέλος κατὰ τινος, μεταφ., ἐμβάλλω εἰς ἀπορίαν, ὅρα μή σε ἀποτοξεύσω τῷ ἀναποδείκτῳ συλλογισμῷ Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 24· ἔνθα ὁ Κόβητος V. LL. 238 προτείνει τὴν γραφὴν κατατ-.

Greek Monolingual

ἀποτοξεύω (Α)
1. ρίχνω, εξακοντίζω βέλη
2. εξακοντίζω κάτι σαν βέλος και κάνω τον συνομιλητή μου να τα χάσει.

Greek Monotonic

ἀποτοξεύω: μέλ. -σω·
I. εκτοξεύω βέλη, σε Λουκ.
II. ρίχνω βέλος εναντίον κάποιου· μεταφ., εμβάλλω απορία σε κάποιον, τινά τινι, στον ίδ.

Middle Liddell


I. to shoot off arrows, Luc.
II. to shoot a person, τινά τινι Luc.