δημοχαριστής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />courtisan du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[courtisan du peuple]].<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[χαρίζομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοχᾰριστής Medium diacritics: δημοχαριστής Low diacritics: δημοχαριστής Capitals: ΔΗΜΟΧΑΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: dēmocharistḗs Transliteration B: dēmocharistēs Transliteration C: dimocharistis Beta Code: dhmoxaristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, mob-courtier, admirer of the people, flatterer of the people, E.Hec.132 (anap.).

Spanish (DGE)

(δημοχᾰριστής) -οῦ, ὁ
adulador del pueblo Λαερτιάδης E.Hec.132, cf. Eust.201.24, 221.9, 737.45.

German (Pape)

[Seite 565] ὁ, Eur. Hec. 143, dem Volke willfahrend.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
courtisan du peuple.
Étymologie: δῆμος, χαρίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοχαριστής -οῦ, ὁ [δῆμος, χαρίζομαι] vleier van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημοχᾰριστής: ου adj. m льстящий народу, вкрадчивый (Λαερτιάδης Eur.).

Greek Monolingual

δημοχαριστής, ο (Α)
αυτός που χαρίζεται στον λαό, που τον κολακεύει.

Greek Monotonic

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ (χαρίζομαι), κόλακας του λαού, δημοκόλακας, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δημοχᾰριστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰς τὸν ὄχλον χαριζόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 134.― Ἐπίρρ. δημοχᾰριστικῶς, ὡς δημοχαριστής, Σχολ. εἰς Ἰλ. Β. 350· καὶ μτχ. δημοχαριστῶν Γ. Παχυμ. τ. Β΄, σ. 461, 7 (ἐκδ. Βόνν.)

Middle Liddell

χαρίζομαι
a mob-courtier, Eur.