δειλακρίων: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />pauvre malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />[[pauvre malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[δείλακρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ωνος, ὁ, pitiable creature; in Com., poor fellow! Ar.Pax193, Av.143.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
desgraciado ὦ δ., πῶς ἦλθες Ar.Pax 193, ὦ δ. σύ Ar.Au.143.
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, Memme, Jammermensch, Ar. Av. 143 Pax 193.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
pauvre malheureux.
Étymologie: δείλακρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δειλακρίων -ωνος, ὁ [δείλακρος] sukkel.
Russian (Dvoretsky)
δειλακρίων: ωνος ὁ жалкий человек, бедняга Arph.
Greek Monolingual
δειλακρίων, ο (Α) δείλακρος
1. αξιολύπητος, ταλαίπωρος
2. (με συμπάθεια) κακομοίρης.
Greek Monotonic
δειλακρίων: -ωνος, ὁ (δειλός), φοβιτσιάρης, άνανδρος· συνήθως όμως με σημασία συμπάθειας, παρηγορίας και κολακείας, καϋμένε φίλε! σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δειλακρίων: -ωνος, ὁ, δειλός· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ σημασίας θωπευτικῆς, ὁ καϋμένος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, Ὄρν. 143.
Middle Liddell
δειλός
a coward: commonly with a coaxing sense, poor fellow! Ar.