μαλάχιον: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />collier porté par les femmes.<br />'''Étymologie:''' [[μαλάχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ου (τό) :<br />[[collier porté par les femmes]].<br />'''Étymologie:''' [[μαλάχη]].<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:58, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλάχιον Medium diacritics: μαλάχιον Low diacritics: μαλάχιον Capitals: ΜΑΛΑΧΙΟΝ
Transliteration A: maláchion Transliteration B: malachion Transliteration C: malachion Beta Code: mala/xion

English (LSJ)

τό, a woman's ornament worn round the neck, Ar. Fr.320.10 (ap.Phot.; μαλάκιον Hsch., Poll.5.98 (pl.); μολόχιον Clem.Al.Paed.2.124.2).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
collier porté par les femmes.
Étymologie: μαλάχη.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Greek (Liddell-Scott)

μαλάχιον: ἱμάτιον, γυναικεῖον ἔνδυμα ἔχον τὸ χρῶμα μαλάχης, Λατ. molochinum, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 302. 10) παρὰ Φωτ., ἀλλὰ μαλάκιον παρὰ Πολυδ. Ε΄, 98, Ἡσύχ.· μολόχιον παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 209.

Greek Monolingual

μαλάχιον και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) μαλάχη
γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο.

German (Pape)

τό, s. μαλάκιον.