παρθενωπός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui a l'air d'une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὤψ]].
|btext=ός, όν :<br />[[qui a l'air d'une jeune fille]].<br />'''Étymologie:''' [[παρθένος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:17, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενωπός Medium diacritics: παρθενωπός Low diacritics: παρθενωπός Capitals: ΠΑΡΘΕΝΩΠΟΣ
Transliteration A: parthenōpós Transliteration B: parthenōpos Transliteration C: parthenopos Beta Code: parqenwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ) of maiden aspect, E.El.949: metaph., of feminine softness, ὀνόματα D.H.Comp.23.

German (Pape)

[Seite 522] (ὤψ), von jungfräulichem Ansehen, Eur. El. 948; übertr., ὀνόματα παρθενωπὰ καὶ μαλακά, D. Hal. C. V. 23.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui a l'air d'une jeune fille.
Étymologie: παρθένος, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενωπός -όν [παρθένος, ὤψ] met meisjesgezicht.

Russian (Dvoretsky)

παρθενωπός: с девичьим лицом, женоподобный (πόσις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

παρθενωπός: -όν, (ὢψ) ὁ ἔχων ὄψιν παρθενικήν, Εὐρ. Ἠλ. 949˙ μεταφορ., θῆλυς, θηλυπρεπής, μαλακός, ὀνόματα Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρθενωπός, -ή, -όν, ΝΑ παρθένος
1. αυτός που έχει όψη παρθένου
2. μτφ. αυτός που έχει λεπτούς και χαριτωμένους τρόπους, θηλυπρεπής
αρχ.
μτφ. (για λέξεις) κομψός («εὔφωνά τε βούλεται εἶναι πάντα ὀνόματα καὶ λεῖα καὶ μαλακά καὶ παρθενωπά», Δίον. Αλ.).

Greek Monotonic

παρθενωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει όψη παρθένας, παρθενικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

παρθεν-ωπός, όν [ὤψ]
of maiden aspect, Eur.

English (Woodhouse)

with maiden face

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)