ποδόψηστρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />tapis.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
|btext=ου (τό) :<br />[[tapis]].<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ψάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδόψηστρον Medium diacritics: ποδόψηστρον Low diacritics: ποδόψηστρον Capitals: ΠΟΔΟΨΗΣΤΡΟΝ
Transliteration A: podópsēstron Transliteration B: podopsēstron Transliteration C: podopsistron Beta Code: podo/yhstron

English (LSJ)

τό, (ψάω) footwiper, footcloth, A.Ag.926.

German (Pape)

[Seite 643] τό, woran man die Füße abstreicht, abwischt, Fußdecke, Aesch. Ag. 900.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tapis.
Étymologie: πούς, ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδόψηστρον -ου, τό [πούς, ψάω] deurmat.

Russian (Dvoretsky)

ποδόψηστρον: τό ковер Aesch.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- του ψάω/ ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. -ψησ-μαι), πρβλ. από-ψηστρον].

Greek Monotonic

ποδόψηστρον: τό (ψάω), αυτό που καθαρίζει τα πόδια, πανί σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδόψηστρον: τό, (ψάω) μάκτρον τῶν ποδῶν, πανὶ πρὸς ἀπόμαξιν τῶν ποδῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 926.

Middle Liddell

ποδό-ψηστρον, ου, τό, [ψάω]
a footwiper, footcloth, Aesch.