προβληματώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />controversé.<br />'''Étymologie:''' [[πρόβλημα]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[controversé]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόβλημα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, problematical, Plu.Cat.Mi.25.
German (Pape)
[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.
Russian (Dvoretsky)
προβλημᾰτώδης: затруднительный, спорный (π. καὶ ἄπορος Plut.).
Greek Monolingual
-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.
Greek Monotonic
προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.
Middle Liddell
προβλημᾰτ-ώδης, ες εἶδος
problematical, Plut.