ὑλακή: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1].<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />][[aboiement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:01, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλᾰκή Medium diacritics: ὑλακή Low diacritics: υλακή Capitals: ΥΛΑΚΗ
Transliteration A: hylakḗ Transliteration B: hylakē Transliteration C: ylaki Beta Code: u(lakh/

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, barking, howling, Poetae ap. Pl.Lg.967d, A.R.3.749, AP6.167 (Agath.), etc.; also in late Prose, Plu.Cim.18, Luc.VH1.32, prob. l. in Ant.Lib.23.2.

German (Pape)

[Seite 1176] ἡ, das Bellen; Agath. 28 (VI, 167); ὑλακὴν ἰάλλειν, Iul. Aeg. 59 (VI, 69); poet. bei Plat. Legg. XII, 967 d.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
]aboiement.
Étymologie: ὑλάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκή: (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = ὕλαγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακή: ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.

Greek Monolingual

η / ὑλακή, ΝΑ
η κραυγή του σκύλου, το γάβγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, - «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].

Greek Monotonic

ὑλᾰκή: ἡ (ὑλάω), γαύγισμα, κραυγή, ουρλιαχτό, σε Ανθ., Πλούτ.

Middle Liddell

ὑλᾰκή, ἡ, ὑλάω
a barking, howling, Anth., Plut.

Mantoulidis Etymological

(=γαύγισμα). Ἀπό τό ὑλάω (γαυγίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.